Βολβοί

 

Παρθενόκρινος   Madonna Lily (Κρίνος της Παναγίας)

 

O παρθενόκρινος, γνωστός και ως κρίνος της Παναγίας, είναι ένα εντυπωσιακό βολβώδες λουλούδι που ξεχωρίζει για τα μεγάλα λευκά ή λευκοκίτρινα αρωματικά άνθη. Αν και ο παρθενόκρινος ανήκει στην οικογένεια των λίλιουμ που εμφανίζουν ανθοφορία την περίοδο του καλοκαιριού, έχει την ιδιαιτερότητα ότι φυτεύεται την εποχή του φθινοπώρο και ανθίζει μέσα στην άνοιξη. Χάρη στην ανοιξιάτικη ανθοφορία του, ο παρθενόκρινος έχει συνδεθεί με τη μεγάλη χριστιανική γιορτή του Ευαγγελισμού, την 25η Μαρτίου. Αν και οι πρώτες αναφορές του παρθενόκρινου καταγράφονται σε τοιχογραφίες από την περίοδο του Μινωικού πολιτισμού, σταδιακά εξελίχθηκε σε σημαντικό χριστιανικό σύμβολο αγνότητας.

 

Κρόκος 

Ο κρόκος γνωστός και με τις ονομασίες ζαφορά και σαφράνι είναι φυτό από το οποίο παράγεται ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στον κόσμο. Το σαφράν(ι) προέρχεται από τον ύπερο του άνθους του φυτού κρόκος, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Κρόκος ο ήμερος (Crocus sativus) L. το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδoειδών (Iridaceae).

 

Νάρκισσος 

Στη Βοτανική ο Νάρκισσος αποτελεί ιδιαίτερο γένος φυτών της οικογένειας των Αμαρυλλιδοειδών που περιλαμβάνει περί τα 40 είδη.

Είναι φυτά ποώδη, πολυετή και βολβόρριζα που απαντώνται στην Ευρώπη, Β. Αφρική και ΒΔ. Ασία. Καλλιεργούνται ως κοσμητικά για τα ωραία και εύοσμα άνθη τους καθώς και για το παραγόμενο εξ αυτών έλαιο που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αρωματοποιΐα. Πολλαπλασιάζονται με βολβούς που φυτεύονται νωρίς το Φθινόπωρο.

Στην Ελλάδα είναι γνωστά 6 είδη εκ των οποίων τα πλέον αξιόλογα είναι:

  1. ο Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος, γνωστότερο με τα ονόματα ζαμπάκι, τσαμπάκι, μανουσάκι, ματσικόριδο, μιτσικόριδο ή βούτσινο που απαντάται σε πολλές ποικιλίες. Είναι ο κατ΄ εξοχήν Νάρκισσος των αρχαίων Ελλήνων από το οποίο και κατασκεύαζαν το «ναρκίσσινο μύρο». Αυτό το είδος φθάνει ύψος τα 40 εκατοστά ο δε ανθοφόρος κλώνος του φέρει δέσμη 8-10 άνθη λευκά με το ανώτερο σημείο της στεφάνης κιτρινωπό.
  2. ο Νάρκισσος ο ποιητικός (Narcisus poeticus) που φθάνει και αυτός σε ύψος τα 40 εκατοστά αλλά φέρει μόνο ένα άνθος λευκό με το άκρο της στεφάνης κόκκινο ή πορφυρό.
  3. ο Νάρκισσος ο όψιμος (Narcissus serotinus). Αυτός φθάνει σε ύψος μόλις 25 εκατοστά περίπου και φέρει μικρά και λευκά άνθη.

Από τα εξωτικά είδη του φυτού αυτού τα πλέον αξιόλογα είναι:

  1. ο Νάρκισσος ο εύοσμος (Narcissus odoratus) που φέρει μικρά κατά δέσμες άνθη, κίτρινου χρώματος.
  2. ο Νάρκισσος ο πολυανθής (Narcissus polyanthos) με μικρά λευκά άνθη και
  3. ο Νάρκισσος ο βουρλοειδής με πολύ εύωδη άνθη.

 

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα στην Ελληνική Μυθολογία ήταν και ο Νάρκισσος. Ένας ωραίος νέος της Βοιωτίας, γιος της Νύμφης Ουρανίας και του ποταμού Κηφισού χάριν του οποίου και αναπτύχθηκαν πολλές παραδόσεις (μύθοι).

Σημαντικότερες εξ αυτών των παραδόσεων ήταν:

  • Κάποια μέρα καθισμένος ο ωραίος Νάρκισσος κοντά σε μια πηγή είδε το πρόσωπό του στα νερά της πηγής. Γοητεύτηκε από την εικόνα του που καθρεφτιζόταν στο νερό και θέλησε, βυθίζοντας το βραχίονα του στο νερό να τη αιχμαλωτίσει. Επειδή όμως παρά τις προσπάθειές του δεν το κατόρθωνε παρέμεινε στη θέση αυτή αυτοθαυμαζόμενος μέχρι που μαράζωσε και πέθανε. Στη θέση εκείνη μετά από λίγο φύτρωσε το ομώνυμο άνθος ως σύμβολο της φθοράς και των χθόνιων θεοτήτων.
  • Ο Νάρκισσος αδιαφορώντας στον προς αυτόν έρωτα, του επίσης ωραίου νέου Αμεινία, κατέστη τελικά ο ηθικός αυτουργός στην αυτοκτονία του δεύτερου. Τότε η Νέμεσις αποφάσισε να τον τιμωρήσει σκληρά με το ίδιο πάθος, υποκινώντας τον, να δει στο νερό της πηγής την εικόνα του (το είδωλό του) και να την ερωτευθεί τόσο ώστε να πεθάνει από τον ανικανοποίητο προς εαυτόν έρωτά του.
  • Ο Νάρκισσος, μετά το θάνατο της επίσης πανέμορφης δίδυμης αδελφής του Ηχούς, με την οποία και ήταν ερωτευμένος, δεν έβρισκε παρηγοριά στη δυστυχία του εκτός από το να βλέπει τον εαυτόν του στο νερό κάποιας πηγής στις Θεσπιές και να θυμάται την αδελφή του. Μέχρι που πέθανε στη θέση εκείνη από εξάντληση.
  • Η γνωστότερη όμως και περισσότερο διαδεδομένη παράδοση για τον Νάρκισσο ήταν η παρακάτω που οφείλεται στον Οβίδιο (στο έργο του “Μεταμορφώσεις” ΙΙΙ 342). Σύμφωνα μ’ αυτή ο ωραίος Βοιωτός νέος, απασχολημένος να θαυμάζει την καθ’ όλα άριστη σωματική του διάπλαση από τις όχθες ποταμού, στα νερά αυτού, δεν έδωσε καμία προσοχή ή δεν ανταποκρίθηκε στον εκδηλούμενο έρωτα της Νύμφης Ηχούς η οποία και συνεχώς τον καλούσε. Αποτέλεσμα ήταν η μεν φωνή της Ηχούς να εξασθενεί συνέχεια σε τρόπο ώστε ν’ ακούγονται μόνο οι τελευταίες συλλαβές και να σβήνει, ο δε Νάρκισσος να πεθαίνει αυτοθαυμαζόμενος στο νερό του ποταμού που το χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο.

Ανεμώνη 

Η ανεμώνη ή ανεμώνα είναι αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο φυτό, ανήκει δε στην οικογένεια των Βατραχιοειδών ή Ρανουγκουλίδων της τάξης των Βατραχιωδών.

Είναι εξαπλωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε ως αυτοφυής είτε ως καλλιεργούμενη, αλλά βασικά βρίσκεται στις δασικές εκτάσεις και τα λιβάδια των βόρειων και εύκρατων περιοχών. Η ονομασία ανεμώνη προέρχεται από τη λέξη άνεμος εξ αιτίας της υπόθεσης που έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες ότι τα φυτά αυτά άνθιζαν μόνον όταν φυσούσε άνεμος.

Υπάρχουν 150 περίπου είδη ανεμώνης. Πολλές ποικιλίες καλλιεργούνται σε κήπους και πάρκα για τα όμορφα άνθη τους.

Από τα αυτοφυή είδη αρκετά είναι δηλητηριώδη. Η ανεμώνη, όμως τρώγεται εάν βραστεί στους 100 βαθμούς ή εάν τσιγαριστεί μαζί με μισό κιλό κρεμμύδι. Επίσης είναι γέμιση για παραδοσιακή πίτα του Ουζμπεκιστάν.

Είναι φυτό ποώδες, πρωιανθές και ως επί το πλείστον ριζωματικό. Ανήκει στην τάξη των βατραχιωδών, που περιλαμβάνει γύρω στα 70 είδη. Τα ανεμολούλουδα ή αγριοπαπαρούνες ή και αγριολαλάδες, όπως ονομάζουν κατά τόπους τις ανεμώνες, απαντώνται σε διάφορα σημεία της ελληνικής υπαίθρου. Στην Ελλάδα αυτή την εποχή ανθίζει η αλσόφιλος ανεμώνη (anemone nemorosa).

Ίριδα η Γερμανικη

Η ίρις (επιστ. Iris) είναι γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, της τάξης των Λειριωδών (Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών που περιλαμβάνει περί τα 100 είδη πολυετών πoών στις εύκρατες χώρες.

Είναι φυτά ριζωματικά, κονδυλόρριζα με μακρά και στενά φύλα και άνθη πολύχρωμα και πολύσχημα μονομερή ή κατά ταξιανθία σε μακρά στελέχη.

Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα των περισσοτέρων εξ αυτών περιέχουν μια τοξική ουσία στην οποία οφείλονται πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες καθώς και μια πτητική κετόνη, την ιράνη, στην οποία οφείλονται οι αρωματικές τους ιδιότητες.

Η ίριδα ή ίρις είναι ένα πολυετές φθινοπωρινό φυτό που μας χαρίζει μαγευτικά λουλούδια με τεράστια ποικιλία χρωμάτων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως, στην ελληνική μυθολογία, η Ίριδα ήταν η θεά του ουράνιου τόξου.

Η Ίρις[1][2] ήταν κατά την ελληνική μυθολογία δευτερεύουσα θεότητα του Ολύμπου, αναφερόμενη και ως μία από τις Άρπυιες. Ανήκε στην ακολουθία των θεών με καθήκοντα αγγελιαφόρου, όμοια με εκείνα του θεού Ερμή.[3]

Σύμφωνα με τη μυθολογία

Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, κατά τον Ησίοδο, και αδελφή των Αρπυιών Ωκυπέτης και της Αελλούς ή κατ΄ άλλη εκδοχή της Άρκης, την οποία τιμώρησε ο Δίας διότι κατά την Τιτανομαχία βοήθησε τους Τιτάνες.

Οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν την Ίριδα ακριβώς όπως αγιογραφούνται σήμερα από τους Χριστιανούς οι Αρχάγγελοι: Νέα, με πλούσιο βραχύ χιτώνα, με μεγάλες πτέρυγες στους ώμους και χρυσά φτερωτά σανδάλια, φέροντας στο χέρι το κηρύκειο, όπως ο Ερμής. Ήταν φτερωτή και ορμητική σαν θύελλα, γνωστή ως πιστή και γοργοπόδαρη αγγελιαφόρος των θεών.

Ο δρόμος που ακολουθούσε στον ουρανό για να μεταφέρει από τη Στύγα σε χρυσή υδροχόη, το για τον όρκο των θεών «ιερό ύδωρ» χαρασσόταν επτάχρωμος. Με την ορμή της βροχής έφθανε από τον Όλυμπο στη γη ή στη θάλασσα προκειμένου να παρακολουθήσει και να βοηθήσει την επίτοκο Λητώ όταν κατ΄ επιταγή της ζηλότυπης Ήρας «ουδείς τόπος φωτιζόμενος από τον Ήλιο» τη δεχόταν, ή όταν έσπευσε να παραλάβει τη Θέτιδα και να τη φέρει στον Πηλέα.

Είχε όμως και άλλες υπηρεσίες ιδίως κοντά στην θεά Ήρα. Αυτή έστρωνε το κρεβάτι της, βοηθούσε στον καλλωπισμό της ή άλειφε με «ιερά μύρα» τα θεία μέλη της. Αυτή κατά διαταγή της Ήρας έσπευδε στις μελλοθάνατες γυναίκες όταν βασανίζονταν επί μακρού και επιτάχυνε το τέλος των βασάνων τους με τη κοπή των μετωπιαίων τριχών.

Δεν απαξιούσε όμως να εκτελέσει παραγγελίες και θνητών, όπως την παρουσιάζει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, όπου σπεύδει κατά παράκληση του Αχιλλέα να ζητήσει από τον Βορρέα και τον Ζέφυρο να δυναμώσουν την πυρά του Πατρόκλου. Επίσης στην Ιλιάδα πείθει για λογαριασμό της τον Αχιλλέα να ξαναμπεί στη μάχη, μόλις σκοτώνεται ο φίλος του Πάτροκλος κι ο Έκτορας θέλει να πάρει το πτώμα του ήρωα.

Γενικά από όλες τις μυθολογικές ιστορίες διαφαίνεται καθαρά πως η Ίρις ήταν η ιδεατή ανθρωπόμορφη ιπτάμενη θεότητα (αλληγορική) της έννοιας του ατμοσφαιρικού φαινομένου του ουράνιου τόξου, προς τούτο και η στενή σχέση με την Ήρα, θεότητα του αέρα και των καιρικών φαινομένων.

Από τις γνωστές παραστάσεις της γνωστότερη είναι η επί του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα, όπου μαζί με τον Ερμή περιμένει το αποτέλεσμα του αγώνα μεταξύ θεάς Αθηνάς και θεού Ποσειδώνα. Περίφημη επίσης είναι εκείνη επί του αγγείου Φρανσουά, όπου με τον Χείρωνα προηγείται της πομπής στη παραλαβή της Θέτιδας προκειμένου να την οδηγήσει στον από τους θεούς ορισθέντα Πηλέα.

 

Αμαρυλλίς 

Η Αμαρυλλίδα Hippeastrum – Το  άστρο των ιπποτών

    Το όνομα της ποικιλίας Hippeastrum ειναι σύνθετη λεξη απο το Hippeus(Ιππέας) και το Astrum (άστρο) που συμβολίζει το καλωπιστικό σχήμα του ανθους, τη μεγαλειώδη και ευγενή ομορφιά του. Η αμαρυλλίδα Hippeastrum ειναι βολβώδες φυτό με μεγάλα και εντυπωσιακά άνθη και πλούσια ποικιλία χρωμάτων ακόμη και σε διχρωμίες με ραβδώσεις. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθία 3-5 λουλουδιών και στηρίζονται σε χοντρό στέλεχος σε ύψος 40-60 εκατοστά. Ευδοκιμεί καλύτερα σε θερμοκρασίες Ανοιξης μεταξύ 15 και 25 βαθμων κελσίου.

Η Αμαρυλλίδα δεν είναι ένα μονοετές φυτό, αλλά υπάρχει ειδική διαδικασία φροντίδας της, την οποία αν ακολουθήσετε, ο βολβός της θα ανθίσει και την επόμενη και την παραεπόμενη χρονιά. Λέγεται ότι μπορεί να ανθίζει για 75 έτη.

 Όταν το άνθος της μαραθεί, κόβουμε το μίσχο του αλλά δεν πειράζουμε τα φύλλα του.  Φροντίζουμε κανονικά τη γλάστρα, πότισμα, υγρό λίπασμα (μια φορά τον μήνα) και την τοποθετούμε σε φωτεινό σημείο, μακριά όμως, απ’ το άμεσο ηλιακό φως.

Στις αρχές του φθινοπώρου τα φύλλα θα αρχίσουν πέφτουν και να χαλάνε. Με αυτόν τον τρόπο το φυτό μας δηλώνει πώς χρειάζεται ξεκούραση. Τότε σταματάμε τα ποτίσματα, ώστε να βοηθήσουμε το φυτό να μπει σε λήθαργο. Στη συνέχεια θα παρατηρήσουμε ότι τα φύλλα του θα κιτρινίσουν, τότε κόψτε από τη βάση και αφήστε το φυτό να ξεκουραστεί μέχρι να ξυπνήσει ξανά, την επόμενη άνοιξη, οπότε και αρχίζουμε σιγά σιγά τα ποτίσματα. Στο επόμενο διάστημα τα πρώτα του άνθη θα κάνουν την εμφάνισή τους.

Μπιγόνια 

Βεγόνια ή μπιγκόνια, φυτό με λουλούδια που διαρκούν πολύ από την αρχή της άνοιξης έως και το τέλος του φθινοπώρου.

Η Βεγόνια (Begonia semperflorens, Begoniaceae) που περιγράφουμε εδώ είναι με ινώδεις ρίζες. Υπάρχουν και άλλες βεγόνιες με κόνδυλο που ανήκουν στα βολβώδη φυτά. Η Begonia semperflorens με τα υβρίδια που έχουν δημιουργηθεί, αποτελεί το κατ’ εξοχήν φυτό κηποτεχνίας στη χώρα μας. Η καταγωγή της είναι η κεντρική και νότια Αμερική (Περού, Κολομβία, Βολιβία κλπ). Είναι ετήσιο φυτό και ανήκει στην οικογένεια Begoniaceae.

 

Υάκινθος 

Υάκινθος ή Hyacinthus Orientalis ή Ζουμπούλι[1] είναι βολβώδες καλλωπιστικό πολυετές φυτό. Ανήκει στην οικογένεια Asparagaceae και στο γένος Hyacinthus όπου κατατάσσονται περισσότερα από 30 είδη φυτών. Κατάγεται από τις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου όπως την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τη Συρία. Σε μερικά μέρη της Ελλάδας λέγεται διατσέντο (Επτάνησα και νησιά του Αιγαίου) ή διατσίντο (Χίος) (από το ιταλικό giacinto «υάκινθος»).

Ο Υάκινθος είναι ήρωας και εραστής του Απόλλωνα από την ελληνική μυθολογία. Η λατρεία του στις Αμύκλες, νοτιοδυτικά της Σπάρτης, άρχισε από τη μυκηναϊκή εποχή και οδήγησε στην δημιουργία της γιορτής Υακίνθια. [1] Η ιστορία του είναι ένα από τα κύρια παραδείγματα ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα και μυθολογία. Σύμφωνα με μία παράδοση ο Υάκινθος ήταν γιος της Μούσας Κλειώς και του Πίερου. Κατά μία άλλη παράδοση όμως θεωρείται πως ήταν γιος του Αμύκλα και της Διομήδης, κόρης του Λαπίθη, εγγονός του Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, δισέγγονος της Ταϋγέτης και του Δία.[2]Ο Υάκινθος ήταν ένας προελληνικός τοπικός θεός κατά την μυκηναϊκή εποχή, που υποβιβάστηκε σε απλό ήρωα. Ο Απόλλωνας ιδιοποιήθηκε τη λατρεία του Υακίνθου στις Αμύκλες και κάποιες φορές αποκαλείται Απόλλων Υάκινθος.[3]

Tουλίπα

 

Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας.

Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες.

Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τουλίπες είναι βολβόριζα φυτά και ο βολβός τους είναι ωοειδής και καλύπτεται από διάφορους μεμβρανοειδείς χιτώνες καστανού χρώματος. Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται με τους βολβούς αυτούς, οι οποίοι δημιουργούν υπόγεια ριζώματα και, με τη σειρά τους, τα ριζώματα αυτά νέους βολβούς, και έτσι μπορούν να δημιουργηθούν ολόκληρες αποικίες.

Τα φύλλα της τουλίπας είναι μακριά και σαρκώδη, αυλακωτά με σχήμα λογχοειδές ή ωοειδές. Από το κέντρο των φύλλων βγαίνει ένας μακρύς βλαστός που φτάνει σε ύψος τα 70 εκατοστά και φέρει στην κορυφή του ένα μόνο μεγάλο άνθος, σχήματος κυπέλλου, μονόχρωμο σε ποικίλους χρωματισμούς.

Τα κύρια χρώματα των ανθέων της τουλίπας είναι το κίτρινο και το κόκκινο, αλλά βρίσκουμε και λευκά, πορφυρά και ροζ άνθη.

Ο καρπός της τουλίπας είναι κάψα τριγωνικού σχήματος που φέρει πολλά μικρά σπόρια.

Οι τουλίπες φύονται σε βραχώδεις περιοχές, ορεινές και ημιορεινές, εκεί όπου αναπτύσσονται και άλλα ποώδη φυτά. Ορισμένα είδη τουλίπας έχουν σχέση με καλλιεργούμενες περιοχές, ιδιαίτερα αυτές όπου φύονται και σιτηρά.

Μεγάλες οργανωμένες καλλιέργειες του φυτού βρίσκονται στην Ολλανδία, που καλύπτουν τεράστιες εκτάσεις γι’ αυτό η Ολλανδία ονομάζεται και «χώρα της τουλίπας».

Τα είδη τουλίπας στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα βρίσκονται ως αυτοφυή 9 είδη. Τα πιο σημαντικά είναι:

  • Τουλίπα η κυματόφυλλος (Tulipa undulatifolia) ή Τουλίπα η βοιωτική (Tulipa boeotica). Θεωρείται η πιο ωραία από τις Ελληνικές τουλίπες. Τα άνθη της είναι σχήματος κουδουνιού, και εσωτερικά έχουν βαθύ πορφυρό χρώμα με μία στενή ζώνη χρυσοκίτρινου χρώματος. Βρίσκεται σε περιοχές της Πελοποννήσου και στην κεντρική Ελλάδα ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά. Καλλιεργείται επίσης ως καλλωπιστικό φυτό σε κήπους και διάφορα πάρκα.
  • Τουλίπα η νότια (Tulipa australis) ή πρώιμη. Έχει στενά φύλλα και χρυσοκίτρινα εσωτερικά άνθη, κόκκινα εξωτερικά. Ανθίζει κατά τους μήνες Απρίλιο-Ιούνιο σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
  • Κρητική τουλίπα (Tulipa cretica). Το φυτό φτάνει σε ύψος τα 15 εκατοστά, έχει 2-3 λεία φύλλα επίπεδα, ενώ τα άνθη της είναι κατάλευκα με ροζ άκρες. Βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Κρήτης, κυρίως σε βουνά, αλλά και σε χαμηλότερα ημιορεινά.
  • Τουλίπες της Χίου: Στη Χίο φύονται τέσσερα είδη τουλίπας, τα τρία από τα οποία φύονται αποκλειστικά στη Χίο[1]. Οι ντόπιοι τις ονομάζουν Λαλάδες[2]. Τα είδη της τουλίπας στη Χίο είναι η Tulipa praecox, η Tulipa agenesis, η Tulipa clusiana και η Tulipa undulatifolia. Τις συναντάμε κυρίως στο κεντρικό και ίσως και στο νοτιοανατολικό μέρος του νησιού. Το πότε αρχίζουν να ανθίζουν εξαρτάται από το πόσο καλός είναι ο καιρός. Τα άνθη της τουλίπας δεν διατηρούνται πάνω από 7 με 10 μέρες.
  • Τουλίπα της Πελοποννήσου

Στην Πελοπόννησο συναντάμε την κιτρινοπορτοκαλί τουλίπα στον Μαλέα και στο Χιονοβούνι, η οποία μοιάζει με φλόγα και τη λέμε “φαναράκι”. Η ελληνική χλωρίδα περιέχει εννέα είδη του ίδιου γένους: τη χαγερεία, την κλουσιανή, τη νότια, την ορφανίδεια, την ορεινή, την πρώιμη, την κρητική, τη βραχοφυή και τη βοιωτική.

Ελληνικοί μύθοι για την τουλίπα

Σε πολλούς Ελληνικούς μύθους αναφέρεται η λέξη τουλίπα. Μύθοι που σχετίζονται με την ιστορία της γέννησής της. Ένας από αυτούς τους μύθους: Στην Ανατολή (Κουρδιστάν) κάποτε ήταν ένας πρίγκιπας Κούρδος που τον έλεγαν (Φαρχάντ) (Farhad). Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη (Σιρίν) (Shirin). Μια μέρα η αγαπημένη του σκοτώθηκε, ο Φαρχάντ τότε έπεσε με το άλογό του σε έναν γκρεμό θέλοντας να αυτοκτονήσει. Το αίμα του απλώθηκε στο έδαφος και κάθε σταγόνα του έγινε τουλίπα. Από εκείνη τη στιγμή η τουλίπα έγινε το έμβλημα της απόλυτης αγάπης.

 

Κυκλάμινο

Το κυκλάμινο είναι γνωστό σε όλους μας σαν ένα πανέμορφο λουλούδι που αποτελεί σήμα κατατεθέν της Ελληνικής υπαίθρου. Επίσης είναι ένα πολύ δημοφιλή γλαστρικό φυτό με λουλούδια όλο το Χειμώνα και χαρίζεται σαν δώρο την περίοδο των Χριστουγέννων. Υπάρχούν δύο ειδών κυκλάμινα. Τα άγρια κυκλάμινα που ευδοκιμούν σε όλες τις περιοχές  στη χώρα μας και τα γνωστα κυκλάμινα που πωλούνται στα ανθοπωλεία και στα φυτώρια ώς γλαστρικό φυτό. Τα άγρια κυκλάμινα έχουν λευκό ή ανοικτό ροζ χρώμα με σκούρο ροζ στεφάνι στη βάση των πετάλων τους ενώ τα κυκλάμινα των φυτωρίων είναι διαθέσιμα σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων από το λευκό μέχρι το μωβ. Τα φύλλα τους είναι σκούρα πράσινα, σε σχήμα καρδιάς, και συνήθως έχουν γραμμές από γκρι ή ασημένιο χρώμα.

Είναι ένα νανο-χαμηλό φυτό, πολυετές, βολβώδες με πλατυσμένο κονδυλόμορφο βλαστό που έχει έρπουσες ρίζες και ανθίζει από το Νοέμβριο έως τα τέλη Ιανουαρίου ενώ στη φύση η ανθοφορία αρχίζει από το Σεπτέμβριο και διαρκεί περίπου μέχρι το Δεκέμβριο.  

Τα κυκλάμινα είναι σχετικά απαιτητικά φυτά. Μισούν τη ζέστη κι έχουν ανάγκη από υγρασία. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος για τον οποίο δεν αντέχουν πολύ μέσα στα σπίτια μας. Εαν θέλουμε να το διατηρήσουμε μέσα στο σπίτι για μεγάλο διάστημα θα πρέπει να το τοποθετήσουμε σε ένα φωτεινό και δροσερό σημείο απαραιτήτα μακριά από τις ακτίνες του ήλιου και φροντίζουμε ο χώρος αυτός να έχει αρκετή υγρασία. Ιδάνική τοποθεσία για τα κυκλάμινα είναι ένα σκιερό μπαλκόνι ή ένα πρεβάζι παραθύρου που δεν το κτυπάει άμεσα ο ήλιος .

Για να διατηρείται σε καλή κατάσταση χρειάζεται υγρασία και μέτρια θερμοκρασία. Θα πρέπει να γίνεται καθημερινό πότισμα αλλά χωρίς υπερβολές καθώς οι ρίζες του μπορεί να σαπίσουν από την υπερβολική υγρασία. Προτιμάται η πρωινή άρδευση ποτίζοντας μόνο το χώμα για να αποφεύγεται προσβολή από βοτρύτη και άλλες μυκητολογικές ασθένιες. Όταν βέβαια σταματά η ανθοφορία του και τα λουλούδια πέφτουν τότε καλό είναι να σταματά το πότισμα. Ο καλύτερος τρόπος όμως για να ποτίζετε τα κυκλάμινα είναι να βυθίζετε τη γλάστρα μέσα σε μία λεκάνη ή ένα κουβά με νερό που όμως θα πρέπει να έχει περίπου τη θερμοκρασία του χώρου. Αφήνουμε τη γλάστρα να απορροφήσει όσο νερό χρειάζεται, 10 λεπτά είναι αρκετά, και όταν δούμε το χώμα στην επιφάνεια να υγραίνεται τότε βγάζουμε τη γλάστρα από το νερό. Ξαναποτίζουμε με τον ίδιο τρόπο όταν δούμε ότι το χώμα στην επιφάνεια έχει στεγνώσει.

Το κυκλάμινο ως αγριολούλουδο, αντέχει τις χαμηλές θερμοκρασίες αλλά τα φυτά εμπορίου επιδεικνύουν μικρότερη αντοχή. Απαιτεί μια σταθερή και μέτρια λίπανση η οποία θα πρέπει να εφαρμόζεται με το πότισμα (υδατοδιαλυτό λίπασμα). Θέλει ένα χώμα αφράτο και καλώς στραγγιζόμενο και για αυτό χρησιμοποιούνται τα γνωστά εδαφοβελτιωτικά (τύρφη, περλίτης κ.τ.λ.). Οταν κάποιο λουλούδι μαρένεται το αφαιρούμε τραβώντας τον μίσχο του ώστε να ξεκολίσει από τη βαση. Ετσι επιτρέπουμε στα υπόλοιπα ανθη που εκφύωνται από κάτω να μεγαλώσουν και να ανθίσουν κανονικά. Αφαιρούμε επίσης και όλα τα σάπια και χαλασμένα φύλλα που βρίσκονται στη βάση του φυτού. Η εργασία αυτή θα πρέπει να γίνεται κάθε βδομάδα έτσι ώστε να έχουμε ένα καθαρό, όμορφο και ανθισμένο κυκλάμινο όλο τον Χειμώνα.

Όταν όλα τα λουλούδια μαραθούν και πέσουν, τα κόβουμε και βγάζουμε τη γλάστρα στο μπαλκόνι. Την τοποθετούμε σε ένα σκιερό, δροσερό σημείο και ελατώνουμε το πότισμα. Θα δούμε μετά τα φύλλα να ξεραίνονται και να πέφτουν αλλά αυτό είναι φυσιολογικό γιατί οι βολβοί «κοιμούνται» τους καλοκαιρινούς μήνες. Θα ξαναρχίσουμε να ποτίζουμε το κυκλάμινο στις αρχές του Σεπτεμβρίου που θα αρχίσει να βγάζει πάλι φύλλα. Ο Σεπτέμβρης είναι η ιδανική εποχή για να αλλάξουμε και γλάστρα. Χρησιμοποιούμε ελαφρύ χώμα (όχι άργιλο), φροντίζουμε η αποστράγγιση επίσης να είναι πολύ καλή με -ελαφρόπετρα- και τοποθετούμε τους βολβούς κοντά στην επιφάνεια της γλάστρας σε βάθος 2-5 εκατοστά.  

 

Μούσκαρι το εύκομον 

Το μούσκαρι το εύκομον (Muscari comosum), επίσης παλαιότερα Λεοπόλδια η εύκομη (Leopoldia comosa) ανήκει στην οικογένεια Asparagaceae (Ασπαραγοειδή) και κατανέμεται σ’ όλη την περιοχή της Μεσογείου, καθώς και σ’ όλη την Ελλάδα (υπάρχουν συνολικά 15 είδη του γένους Μούσκαρι στην Ελλάδα). Αποτελεί είδος κοινό, που το συναντάμε σε όρια αγρών, σε πετρώδη εδάφη, ακαλλιέργητα εδάφη, δάση και σε λιβάδια συνήθως σε χαμηλό υψόμετρο (0-1500μ). Ο βλαστός φτάνει σε ύψος 15-80 εκατοστά και τα φύλλα έχουν πλάτος 4-20 mm.[1] Ο βότρυς στην κορυφή φέρει μια φούντα από άγονα άνθη που θυμίζουν μια επτάφωτο λυχνία (μενορά) και αμέσως πιο κάτω είναι πιο πυκνός με άνθη κυανοϊώδη, ενώ τέλος στο κάτω μέρος είναι αραιός με καστανά άνθη. Ανθίζει από Μάρτιο μέχρι Ιούνιο. Οι καρποί είναι τριγωνικές κάψες που περιέχουν πολλά μικρά σπέρματα Οι βολβοί του έχουν πικρή γεύση και τρώγονται από την αρχαιότητα, επειδή εθεωρείτο ότι έχουν ισχυρές αφροδισιακές και θεραπευτικές ιδιότητες.

 

Ανεμώνη

Η ανεμώνη ή ανεμώνα είναι αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο φυτό, ανήκει δε στην οικογένεια των Βατραχιοειδών ή Ρανουγκουλίδων της τάξης των Βατραχιωδών.

Είναι εξαπλωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε ως αυτοφυής είτε ως καλλιεργούμενη, αλλά βασικά βρίσκεται στις δασικές εκτάσεις και τα λιβάδια των βόρειων και εύκρατων περιοχών. Η ονομασία ανεμώνη προέρχεται από τη λέξη άνεμος εξ αιτίας της υπόθεσης που έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες ότι τα φυτά αυτά άνθιζαν μόνον όταν φυσούσε άνεμος.

Υπάρχουν 150 περίπου είδη ανεμώνης. Πολλές ποικιλίες καλλιεργούνται σε κήπους και πάρκα για τα όμορφα άνθη τους.

Από τα αυτοφυή είδη αρκετά είναι δηλητηριώδη. Η ανεμώνη, όμως τρώγεται εάν βραστεί στους 100 βαθμούς ή εάν τσιγαριστεί μαζί με μισό κιλό κρεμμύδι. Επίσης είναι γέμιση για παραδοσιακή πίτα του Ουζμπεκιστάν.

Είδη

Στην Ελλάδα αυτοφυή απαντούν τα παρακάτω έξι είδη ανεμώνης:

  • Ανεμώνη η στεφανωματική (Anemone coronaria). Το φυτό ανθίζει το χειμώνα και το καλοκαίρι ξεραίνονται οι βλαστοί του ενώ πολλαπλασιάζεται με κονδύλους. Η λίπανση θεωρείται απαραίτητη για την καλή παραγωγή ανθέων, ενώ η νυχτερινή θερμοκρασία πρέπει να είναι γύρω στους 5-6 βαθμούς με αρκετή υγρασία. Τα άνθη της ανεμώνης αυτής είναι δύο ειδών, είτε διπλά, είτε πολλαπλά όπως τα χρυσάνθεμα. Από τα καλλιεργούμενα καλλωπιστικά είδη είναι το πιο γνωστό.
  • Ανεμώνη η ταόμορφος (Anemone pavonina). Πολύ κοινή στην Ελλάδα, φύεται σε λιβάδια και χωράφια. Πολυετές, ποώδες φυτό με ρίζα κονδυλώδη, ανθίζει την άνοιξη και τα άνθη της έχουν έντονο κόκκινο χρώμα.
  • Ανεμώνη η χαρίης (Anemone apennina subsp. blanda). Φέρει φύλλα βλαστού έμμισχα, και σέπαλα συνήθως 10-14 με φωτεινό κυανό χρώμα.
  • Ανεμώνη η δασόφιλος (Anemone nemorosa ). Πολυετές, ποώδες φυτό με ισχυρό ρίζωμα που έρπει. Τα άνθη της έχουν λευκό χρώμα και βγαίνουν από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο. Φύεται σε δάση και χαράδρες της ηπειρωτικής Ελλάδας.
  • Ανεμώνη η κηπαία (Anemone hortensis). Χνουδωτό, ποώδες φυτό έχει κονδυλώδες ρίζωμα. Τα φύλλα της ανεμώνης αυτής είναι παλαμοειδή και φέρουν 3 λοβούς. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε πάρκα και κήπους. Τα άνθη της έχουν χρώμα γαλάζιο, κόκκινο ή λευκό. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι η άγρια ανεμώνη της αρχαίας Ελλάδας.
  • (Anemone ranunculoides)

Επίσης, στο γένος Ανεμώνη υπήρχε παλαιότερα η Ανεμώνη η πουλσατίλη (Anemone pulsatilla – Pulsatilla vulgaris), σήμερα Πουλσατίλλη του Χάλλερ (Pulsatilla halleri subsp. rhodopaea). Ονομάζεται και ανεμώνη της Λαμπρής. Έχει τριχωτούς και μεταξωτούς βλαστούς και βρίσκεται σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Έχει πολυάριθμα μικρά φυλλαράκια σχισμένα σε ταινίες και μεγαλύτερα φτερωτά φύλλα. Καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε διάφορες χρωματικές παραλλαγές.

Τέλος, αλλά είδη ανεμώνης είναι:

  • Ανεμώνη η μαλακή. Βρίσκεται σε διάφορες περιοχές της Ασίας και κυρίως στην Ιαπωνία. Τρώγεται και σαν σαλατικό, καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε γλάστρες.
  • Ανεμώνη η ιαπωνική (Anemone japonica) – (Anemone hupehensis). Με καταγωγή από την Κίνα και την Ιαπωνία είναι πολύ διαδεδομένο καλλωπιστικό στις περιοχές αυτές.

Λαογραφία

Κρητική μαντινάδα

Η αναμώνα σα μαδεί, τση πέφτει φύλλο-φύλλο,

ποτέ τον ξενοχωριανό μην τον εκάνεις φίλο

 

Φρέζια

 

Η φρέζια (Freesia) είναι γένος ποωδών πολυετών ανθοφόρων φυτών της οικογένειας Ιριδίδες, που περιγράφηκε για πρώτη φορά ως γένος το 1866 από τον Κρίστιαν Φρίντριχ Έκλον (1886) και πήρε το όνομά του από τον Γερμανό βοτανολόγο και ιατρό Φρίντριχ Φρέεζε (1795-1876).[1] Είναι ιθαγενές στην ανατολική πλευρά της νότιας Αφρικής, από τη νότια Κένυα έως τη Νότια Αφρική, τα περισσότερα είδη βρίσκονται στις επαρχίες του Ακρωτηρίου.[2] Είδη του πρώην γένους Anomatheca περιλαμβάνονται τώρα στη Φρέζια.[2] Τα φυτά που είναι κοινώς γνωστά ως «φρέζιες», με αρωματικά λουλούδια σε σχήμα χωνιού, είναι καλλιεργούμενα υβρίδια μιας σειράς ειδών φρέζιας. Μερικά άλλα είδη καλλιεργούνται επίσης ως καλλωπιστικά φυτά.

Περιγραφή

Είναι ποώδη φυτά που αναπτύσσονται από έναν κωνικό βολβό διαμέτρου 1–2,5 cm (0,39–0,98 in), από όπου αναπτύσσεται μια τούφα στενών φύλλων μήκους 10–30 cm (4–12 in) και ένα αραιά διακλαδισμένο στέλεχος ύψους 10–40 cm (4–16 in) με λίγα φύλλα και μια χαλαρή μονόπλευρη ακίδα λουλουδιών με έξι τέπαλα. Πολλά είδη έχουν αρωματικά άνθη σε σχήμα στενού χωνιού, αν και αυτά που τοποθετούνταν στο παρελθόν στο γένος Anomatheca, όπως το F. laxa, έχουν επίπεδα άνθη.

Κηπουρική

Τα φυτά που συνήθως ονομάζονται «φρέζιες» στην κηπουρική και την ανθοκομία προέρχονται από διασταυρώσεις που έγιναν τον 19ο αιώνα μεταξύ των ειδών Freesia refracta και Freesia leichtlinii. Πολυάριθμες ποικιλίες έχουν εκτραφεί από αυτά τα είδη και τις μορφές Freesia corymbosa με ροζ και κίτρινα άνθη. Οι σύγχρονες τετραπλοειδείς ποικιλίες έχουν άνθη που κυμαίνονται από λευκό έως κίτρινο, ροζ, κόκκινο και μπλε-μωβ. Καλλιεργούνται ως επί το πλείστον επαγγελματικά στην Ολλανδία από περίπου 80 καλλιεργητές

 

Παιώνια 

Η Παιώνια (Paeonia) είναι γένος ιδιαίτερα όμορφου αγριολούλουδου που συναντάται στην ελληνική ύπαιθρο και γενικότερα στη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα συναντώνται συνολικά πέντε διαφορετικά είδη παιώνιας. Από αυτές η πιο διαδεδομένη είναι η Παιώνια η αρσενική (Paeonia mascula) που φύεται σε πολλά βουνά της Ελλάδας ενώ σπανιότερες και ιδιαίτερα όμορφες είναι η Παιώνια του Κλούσιου (Paeonia clusii) που φύεται στην Κρήτη και στην Κάρπαθο και οι ντόπιοι ονομάζουν πηγουνιά καθώς και η Παιωνία η ροδία (Paeonia rhodia) η Παιώνια της Ρόδου που είναι ενδημική στη Ρόδο, Παιώνια η παρνασσική (Paeonia parnassica) και Παιώνια η κριόμορφος (Paeonia arietina). Παιώνιες είναι ενδημικές στην Άνω Σκαφιδωτή Πρέβεζας και στό Δολό Ιωαννίνων. Οι παιώνιες έχουν εντυπωσιακά μεγάλα άνθη με διάμετρο που ξεπερνάει τα 10 εκατοστά, συνήθως κόκκινα λευκά η ρόδινα. Έχουν ύψος που φτάνει τα 70 με 80 εκατοστά και μεγάλα παλαμοσχιδή φύλλα. Αναπτύσσονται σε ενδιάμεσα ή μεγάλα υψόμετρα και η περίοδος ανθοφορίας τους διαρκεί όλη την άνοιξη.

 

Αγάπανθος 

Ο Αγάπανθος (Agapanthus) είναι το μόνο γένος στην υποοικογένεια Αγαπανθοειδή της οικογένειας των ανθοφόρων φυτών Αμαρυλλιδοειδή. Η οικογένεια ανήκει στην τάξη των μονοκοτυλήδονων Ασπαραγκώδη. Το όνομα προέρχεται από τα ελληνικά: ἀγάπη και ἄνθος.

Όλα τα είδη είναι ενδογενή στη Νότια Αφρική (Νότια Αφρική, Λεσότο, Εσουατίνι, Μοζαμβίκη), αν και μερικά έχουν εγκλιματιστεί σε διάσπαρτα μέρη σε όλο τον κόσμο (Αυστραλία, Μεγάλη Βρετανία, Μεξικό, Αιθιοπία, Τζαμάικα, κ.τ.λ.).

Τα όρια των ειδών δεν είναι ξεκάθαρα στο γένος και, παρά την εντατική μελέτη, ο αριθμός των ειδών που αναγνωρίζονται από διαφορετικές αρχές κυμαίνεται από 6 έως 10. Το τυπικό είδος του γένους είναι το Agapanthus africanus. Έχουν παραχθεί πάρα πολλά υβρίδια και ποικιλίες. Καλλιεργούνται σε θερμές περιοχές του κόσμου.

Περιγραφή

Ο αγάπανθος είναι γένος ποωδών πολυετών φυτών που ανθίζουν κυρίως το καλοκαίρι. Τα φύλλα είναι εκφύονται από τη βάση, είναι καμπύλα και γραμμικά, και φτάνουν σε μήκος τα 60 εκατοστά. Έχουν μάλλον δερματώδη υφή και είναι τοποθετημένα σε δύο αντίθετες σειρές. Το φυτό έχει ένα κύριο υπόγειο μίσχο που ονομάζεται ρίζωμα που χρησιμοποιείται ως όργανο αποθήκευσης. Οι ρίζες, που βγαίνουν από το ρίζωμα, είναι λευκές, παχιές και σαρκώδεις.

Η ταξιανθία είναι ένας ψευδο-πέτασος που βρίσκεται στην κορυφή ενός μακριού, όρθιου κοτσανιού ύψους μέχρι 2 μέτρα. Έχει άνθη με σχήμα χωνιού ή σωληνωτά,[6] σε αποχρώσεις από μπλε έως μοβ. Ορισμένα υβρίδια και ποικιλίες έχουν χρώματα που δεν βρίσκονται σε άγρια φυτά, τα οποία περιλαμβάνουν δίχρωμα μπλε/λεβάντα και λευκά άνθη και λευκά άνθη που ξεπλένονται με ροζ καθώς ωριμάζουν τα άνθη.

Ταξονομία

Το γένος Αγάπανθος περιγράφηκε από τον Σαρλ Λουί Λ’Εριτιέ ντε Μπρυτέλ το 1788.[2]

Οικογένεια

Η ταξινόμηση του αγάπανθου σε οικογένεια αποτελεί θέμα συζήτησης από τη δημιουργία του γένους. Στο σύστημα Cronquist, το γένος τοποθετήθηκε σε μια πολύ ευρέως καθορισμένη οικογένεια Λιλιείδες. Το 1985, οι Dahlgren, Clifford και Yeo τοποθέτησαν τον αγάπανθο στις Αλλιοείδες.

Το 1996, μετά από φυλογενετική ανάλυση αλληλουχιών DNA του γονιδίου rbcL, ο αγάπανθος απομακρύνθηκε από τις αλλιοείδες.[8] Οι συγγραφείς βρήκαν ότι είναι θυγατρική τάξη των Αμαρυλλιδοειδών και το μετέφεραν σε αυτή την οικογένεια. Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την Ομάδα Φυλογένειας των Αγγειόσπερμων όταν δημοσίευσαν το αρχικό σύστημα APG το 1998, επειδή ο κλάδος που αποτελείται από τον αγάπανθο και αμαρυλλιδοειδή είχε είχε μόνο 63% συσχέτιση. Το σύστημα APG αναγνώρισε τρεις ξεχωριστές οικογένειες, με μία από αυτές να είναι οι αγαπανθίδες, που αποτελούνταν μόνο από τον αγάπανθο.

Όταν το APG II αντικαταστάθηκε από το APG III το 2009, οι αγαπανθίδες δεν ήταν πλέον αποδεκτές, αλλά αντιμετωπίστηκε ως υποοικογένεια της μεγαλύτερης έκδοσης των αμαρυλλιοειδών.

Είδη

Οι Zonneveld και Duncan (2003) χώρισαν ότι ο αγάπανθος διαιρούταν σε έξι είδη ( A. africanus, A. campanulatus, A. caulescens, A. coddii, A. inapertus, A. praecox). Τέσσερα επιπλέον είδη είχαν αναγνωριστεί νωρίτερα από τον Leighton (1965) (A. comptonii, A. dyeri, A. nutans και A. walshii), αλλά τους ταξινομήθηκαν ως υποείδη από τους Zonneveld και Duncan. Όσον αφορά το 2013, η World Checklist of Selected Plant Families αναγνωρίζει επτά είδη:

  1. Agapanthus africanus (L.) Hoffmanns (συν. A. umbellatus ; Αφρικανικός κρίνος ή αφρικανική τουλίπα)
  2. Agapanthus campanulatus F.M.Leight.
  3. Agapanthus caulescens Spreng.
  4. Agapanthus coddii F.M.Leight.
  5. Agapanthus inapertus Beauverd (συμπεριλαμβανομένου του A. dyeri)
  6. Agapanthus praecox Willd. (συμπεριλαμβανομένων των A. comptonii, A. orientalis)
  7. Agapanthus walshii L.Bolus

Καλλιέργεια

Το Agapanthus praecox μπορεί να αναπτυχθεί στις ζώνες ανθεκτικότητας των φυτών 9 έως 11.Σε ζώνες με μικρότερο αριθμό, τα ριζώματα πρέπει να τοποθετούνται βαθύτερα στο έδαφος και να καλύπτονται καλά το φθινόπωρο. Ο αγάπανθος μπορεί να πολλαπλασιαστεί με διαίρεση συστάδων ή με σπόρους. Οι σπόροι των περισσότερων ποικιλιών είναι γόνιμοι.

Ντάλια 

Η ντάλια (Dahlia) είναι γένος ανθοφόρων θαμνοειδών φυτών, ενδημικών του Μεξικού της Κεντρικής Αμερικής και της Κολομβίας. Περιλαμβάνει περίπου τριάντα είδη και ανθίζει κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Αποτελεί το εθνικό λουλούδι στο Μεξικό. Οι Αζτέκοι καλλιεργούσαν τις ντάλιες για τροφή, τελετές και διακόσμηση.

Το 1872 ένα κουτί με ρίζες ντάλιας εστάλη από το Μεξικό στην Ολλανδία. Από αυτές επέζησε μόνον ένα φυτό, από το οποίο παρήχθησαν κόκκινα λουλούδια με μυτερά πέταλα Ντάλια του Χουάρες (Dahlia juarezii). Από αυτά προήλθαν τα σημερινά υβρίδια ντάλιας.

Γλαδιόλα 

Η Γλαδιόλα (επιστημονική ονομασία: Gladiolus, από τα λατινικά, υποκοριστικό του gladius, σπαθί)[1] είναι γένος πολυετών βολβώδων ανθοφόρων φυτών της οικογένειας της ίριδας (Ιριδίδες).[2]

Το γένος απαντάται στην Ασία, τη Μεσογειακή Ευρώπη, τη Νότια Αφρική και την τροπική Αφρική. Το κέντρο της ποικιλομορφίας βρίσκεται στην περιοχή του Ακρωτηρίου.[3] Τα γένη Acidanthera, Anomalesia, Homoglossum και Oenostachys, που παλαιότερα θεωρούνταν διακριτά, περιλαμβάνονται τώρα στο Gladiolus.[4]

Περιγραφή

Οι γλαδιόλες αναπτύσσονται από στρογγυλούς, συμμετρικούς βολβούς[5] (παρόμοιους με τους κρόκους) που καλύπτονται από διάφορα στρώματα καφέ, ινωδών χιτώνων.[6]

Οι μίσχοι τους είναι γενικά δεν διακλαδίζονται, παράγοντας 1 έως 9 στενά, σε σχήμα σπαθιού, διαμήκη αυλακωτά φύλλα, κλεισμένα σε μια θήκη.[1] Το χαμηλότερο φύλλο είναι κοντύτερο από τα υπόλοιπα. Οι λεπίδες των φύλλων μπορεί να είναι επίπεδες ή σταυροειδείς σε διατομή.

Τα άνθη των μη τροποποιημένων άγριων ειδών ποικίλλουν από πολύ μικρά έως ίσως 40 mm σε διάμετρο, και ταξιανθίες που φέρουν οτιδήποτε από ένα έως πολλά λουλούδια. Οι θεαματικές γιγάντιες ταξιανθίες λουλουδιών στο εμπόριο είναι προϊόντα αιώνων υβριδισμού και επιλογής.

Οι ταξιανθίες των λουλουδιών είναι μεγάλες και μονόπλευρες, με μονόπλευρα, αμφιφυλόφιλα άνθη, καθένα από τα οποία έχει από 2 δερματώδη, πράσινα βράκτια. Τα σέπαλα και τα πέταλα είναι σχεδόν πανομοιότυπα στην εμφάνιση και ονομάζονται τέπαλα. Είναι ενωμένα στη βάση τους σε μια δομή σε σχήμα σωλήνα. Το ραχιαίο τέπαλο είναι το μεγαλύτερο, τοξοειδές πάνω από τους τρεις στήμονες. Τα εξωτερικά τρία τέπαλα είναι στενότερα. Το περιάνθιο έχει σχήμα χωνιού, με τους στήμονες να προσαρμόζονται στη βάση του. Ο στύλος έχει τρία νηματοειδή κλαδιά σε σχήμα κουταλιού, που το καθένα εκτείνεται προς την κορυφή.[7]

Η ωοθήκη είναι 3-λοβη με επιμήκεις ή σφαιρικές κάψουλες,[7] που περιέχει πολλούς, φτερωτούς καφέ σπόρους.

Αυτά τα λουλούδια έχουν διάφορα χρώματα, από ροζ έως κοκκινωπό ή ανοιχτό μωβ με λευκά σημάδια ή από λευκό έως κρεμ ή πορτοκαλί έως κόκκινο.[8]

Οικολογία

Τα είδη της Νότιας Αφρικής επικονιάζονταν αρχικά από μακρόγλωσσες ανθοφορίνες μέλισσες,[9] αλλά έχουν συμβεί κάποιες αλλαγές στο σύστημα επικονίασης, επιτρέποντας την επικονίαση και από άλλα έντομα.[10] Στις εύκρατες ζώνες της Ευρώπης πολλά από τα υβριδικά μεγάλα ανθοφόρα είδη γλαδιόλων μπορούν να επικονιαστούν από μικρές σφήκες. Στην πραγματικότητα, δεν είναι πολύ καλοί επικονιαστές λόγω των μεγάλων λουλουδιών των φυτών και του μικρού μεγέθους των σφηκών. Ένα άλλο έντομο σε αυτή τη ζώνη που μπορεί να δοκιμάσει λίγο από το νέκταρ των γλαδιόλων είναι η νυχτοπεταλούδα Macroglossum stellatarum που συνήθως γονιμοποιεί πολλά δημοφιλή λουλούδια κήπου όπως η πετούνια, η ζίννια, ο δίανθος και άλλα.[11]

Οι γλαδιόλες χρησιμοποιούνται αποτελούν τροφή για τις προνύμφες ορισμένων ειδών Λεπιδόπτερων[12] και θυσανόπτερων.[13]

Κηπουρική

Οι γλαδιόλες έχουν υβριδοποιηθεί εκτενώς και μια μεγάλη γκάμα διακοσμητικών λουλουδιών με ποικίλα χρώμα είναι διαθέσιμη από τις πολλές ποικιλίες.[8] Οι κύριες υβριδικές ομάδες έχουν ληφθεί με διασταύρωση τεσσάρων ή πέντε ειδών, ακολουθούμενη από επιλογή: «Grandiflorus», «Primulines» και «Nanus». Μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ανθοδέσμες.[8]

Η πλειοψηφία των ειδών αυτού του γένους είναι διπλοειδή με 30 χρωμοσώματα (2n=30) αλλά τα υβρίδια Grandiflora είναι τετραπλοειδή και διαθέτουν 60 χρωμοσώματα (2n=4x=60). Αυτό συμβαίνει επειδή το κύριο μητρικό είδος αυτών των υβριδίων είναι το Gladiolus dalenii που είναι επίσης τετραπλοειδές και περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ποικιλιών (όπως τα υβρίδια Grandiflora).

Είδη

Το γένος Gladiolus περιέχει περίπου 300 είδη, ο Παγκόσμιος Κατάλογος Ελέγχου Επιλεγμένων Οικογενειών Φυτών είχε πάνω από 276 είδη το 1988. Όσον αφορά το 2017 αποδεχόταν 300 είδη.

Υπάρχουν 260 είδη Gladiolus ενδημικά στη νότια Αφρική] και 76 στην τροπική Αφρική. Περίπου 10 είδη είναι ιθαγενή στην Ευρασία.

 

Γλοξίνια 

Η γλοξίνια (Gloxinia sp. Gesneriaceae) είναι γένος πολυετών βολβωδών ειδών, ανοιξιάτικης φύτευσης. Είναι κατ’ εξοχήν φυτά γλάστρας. Η καταγωγή της προσδιορίζεται στις περιοχές της νότιας Αφρικής. Στην χώρα μας καλλιεργούνται πέντε πανέμορφα είδη, με υπέροχα άνθη.

 

 Βοτανική ταξινόμηση: Η Γλοξίνια ανήκει στην οικογένεια Gesneriaceae και περιλαμβάνει πάνω από είκοσι πολυετή βολβώδη φυτά.

Καταγωγή: Κατάγεται από περιοχές της νότιας Αφρικής.

Κοινά ονόματα: Γκλοξίνια, γκλόξια

Τοξικότητα: Δεν είναι τοξικό φυτό για τα κατοικίδια.

 

Βοτανικά χαρακτηριστικά της γλοξίνιας

Ύψος – Ανάπτυξη φυτού: Είναι φυτό με ύψος 25 – 30 cm και πλάτος το ίδιο με το ύψος ή λίγο μικρότερο, αναλόγως της ποικιλίας. Στην χώρα μας έχουν επικρατήσει πέντε ποικιλίες.

Φύλλα: Είναι μεγάλα, βαθύ πράσινα, στιλπνά με έντονες νευρώσεις, γέρνουν ελαφρώς προς εμπρός αγκαλιάζοντας και προφυλάσσοντας τα άνθη .

Άνθη: Η γλοξίνια έχει μεγάλα, καταπληκτικά άνθη σε σχήμα καμπανούλας με 5 πέταλλα και με μεταξένια, απαλή υφή και με διάμετρο πάνω 8cm χρώματος: κόκκινου (etoule de Feu) μπλε με λευκό (Hollywood) ροζ με λευκό περίγραμμα (Kaiser Friedrich) μαύρο με λευκό περίγραμμα (Kaiser wihelm) λευκό (Mont Blanc).

Περίοδος ανθοφορίας: Η γλοξίνια ανθίζει από το τέλος της άνοιξης – τέλος Μάιου και για δύο μήνες περίπου –τέλος Ιουλίου.

Ρίζες: Οι βολβοί, δημιουργούν μικρό και ευαίσθητο ριζικό σύστημα.

 

Κάννα 

Κάννα, ένα τροπικό καλλωπιστικό φυτό με χρωματιστά λουλούδια και πανέμορφα πλατιά φύλλα. Η κάννα είναι πολυετές φυτό που φυτεύεται με βολβούς την περίοδο της άνοιξης και μας δίνει πλούσια ανθοφορία από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι το φθινόπωρο. Με καταγωγή από την κεντρική και νότια Αμερική, η κάννα διαθέτει πλούσιο φύλλωμα και έντονη βλάστηση με ύψος που κυμαίνεται από 50 εκατοστά ως 2 μέτρα. Τα μεγάλα λεπτά χαρακτηριστικά φύλλα της, έχουν πράσινο ή καφέ-κοκκινωπό χρώμα και βγαίνουν από ένα κεντρικό βλαστό. Μοιάζουν αρκετά με τα φύλλα άλλων τροπικών φυτών όπως της μπανανιάς, της ελικόνιας και της στρελίτσια. Η κάννα αποτελεί εξαιρετική επιλογή για να προσθέσουμε χρώμα και εντυπωσιακά λουλούδια στον κήπο. Οι βολβοί της κάννας φυτεύονται εύκολα και σε γλάστρα και τα πλατιά φύλλα της συνδυάζονται πολύ αρμονικά με άλλα φυτά στην αυλή, στο μπαλκόνι και στη βεράντα μας. Ας δούμε αναλυτικά τι φροντίδα χρειάζεται η κάννα για να μας δώσει πλούσια ανθοφορία με μεγάλη διάρκεια και να την απολαμβάνουμε για πολλά χρόνια γεμάτη χρώμα και ζωντάνια. 

 

Κάλλες 

 

Οι κάλλες είναι αγαπημένα βολβώδη φυτά με εντυπωσιακά λουλούδια, τα κρίνα, που εμφανίζονται συνήθως την περίοδο του καλοκαιριού ή την άνοιξη σε πιο θερμές περιοχές. Με καταγωγή από τη νότια Αφρική, η κάλλα διαθέτει μεγάλα πράσινα λογχοειδή φύλλα και πλούσια ανθοφορία με εντυπωσιακά λουλούδια που θυμίζουν τρομπέτα και μοναδικά χρώματα. Η πιο γνωστή ποικιλία κάλλας είναι αυτή που έχει λευκά άνθη, ανθίζει την περίοδο της άνοιξης, στη γιορτή του Ευαγγελισμού και γι’ αυτό συχνά αναφέρεται ως κρίνος της Παναγίας. Δεν πρέπει να συγχέεται, ωστόσο, με τον παρθενόκρινο που έχει το ίδιο όνομα και είναι ένα είδος λίλιουμ. Υπάρχουν πολλές ακόμα πανέμορφες ποικιλίες κάλλας με εντυπωσιακά χρώματα όπως κίτρινα, ροζ, μωβ, κόκκινα ακόμα και πορφυρά άνθη. Η κάλλα σε αρκετές περιοχές της χώρας μας ονομάζεται φυτό πάπια και είναι ο πιο ανθεκτικός κρίνος που μπορούμε να φυτέψουμε σε παρτέρια στον κήπο, σε γλάστρα και ζαρντινιέρα στην αυλή και το μπαλκόνι, ενώ μπορεί να τοποθετηθεί και ως φυτό εσωτερικού χώρου. Οι κρίνοι της κάλλας είναι πολύ δημοφιλείς σε μπουκέτα και σε στολισμούς γάμων, καθώς επίσης είναι ιδανικά λουλούδια για στολισμό σε βάζο μέσα στο σπίτι. Ας δούμε τις σημαντικότερες συμβουλές για τη φροντίδα της κάλλας με συμβουλές για να απολαύσουμε πολλούς υπέροχους κρίνους στον κήπο μας.

2023-03-22T21:14:02+03:00