Αρτεμισία (Αψιθιά) Artemisia absinthium
Η Αψιθιά είναι από τα πιο παλιά γνωστά φαρμακευτικά φυτά. Ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιούσε σε σκόνη ενώ η θεά Άρτεμις της έδωσε το όνομά της, σε αναγνώριση των πολύτιμων ιδιοτήτων της. Η Αρτεμισία αναφέρεται συχνά στον πρώτο μ.Χ. αιώνα στα Ελληνικά και Ρωμαϊκά κείμενα. Αναφέρεται επίσης στην Κινέζικη ιατρική βιβλιογραφία πριν από το 500 μ.Χ. ενώ και σήμερα χρησιμοποιείται στη Μοξαθεραπεία (καύση της αψιθιάς σε σημεία βελονισμού).
Παραδοσιακά η Αψιθιά χρησιμοποιούνταν για ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων και οι περισσότερες χρήσεις της έχουν επαληθευθεί μέσα από την ανάλυση των συστατικών που περιέχει.
Δρα ως τονωτικό για το συκώτι το πεπτικό σύστημα και τα νεύρα.
Διεγείρει τη μήτρα και αποβάλλει τα σκουλήκια των εντέρων.
Το τσάι Αψιθιάς αυξάνει την όρεξη, βελτιώνει την πέψη, βοηθά στην καούρα και στη γαστρίτιδα με μειωμένη οξύτητα, σαν ήπιο καθαρτικό.
Είναι ωφέλιμο σε μερική ανεπάρκεια του συκωτιού και το χρησιμοποιούν για τον διαβήτη.
Βοηθά σε γυναικολογικά προβλήματα, μητρορραγίες και λευκόρροια. Είναι καλό αντιπυρετικό και αποχρεμπτικό σε περιπτώσεις κρυολογημάτων, δύσπνοιας, φλεγμονών των άνω αναπνευστικών οδών και στο βήχα.
Σε περιπτώσεις επιληψίας και σπασμών χρησιμοποιείται σκόνη από τις θρυμματισμένες ρίζες της Αψιθιάς, από 1 – 3 κουταλάκια του καφέ την ημέρα, μόνη της ή με λίγη ζάχαρη.
Συνιστάται για την αποβολή των πετρών από το ουρικό σύστημα και ενάντια στα οιδήματα.
Υπό μορφή αφεψήματος (μπορεί και σε ρυζόνερο) χρησιμοποιείται στις ασθένειες του συκωτιού, σαν χολαγωγό, στη χρυσή και στις δηλητηριάσεις (ειδικά με μανιτάρια).
Αφέψημα και έγχυμα της Αψιθιάς χρησιμοποιείται επίσης στα επώδυνα έμμηνα, διαταραχές των έμμηνων, στον αλκοολισμό, ελονοσία.
Artemisia (Absinthe) Artemisia absinthium
Wormwood is one of the oldest known medicinal plants. Hippocrates used it in powder while the goddess Artemis gave it its name, in recognition of its valuable properties. Artemisia is often mentioned in the first AD. century in Greek and Roman texts. It is also mentioned in Chinese medical literature before 500 AD. while even today it is used in moxa therapy (burning wormwood in acupuncture points).
Traditionally Wormwood was used for a wide range of conditions and most of its uses have been verified through analysis of its constituents.
Aπήγανος
Ο απήγανος είναι αειθαλές αρωματικό φυτό που συναντάμε αυτοφυές σε περιοχές της νότιας Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής. Γνωστός από την ομηρική εποχή, θεωρείται πως ήταν το φυτό που έσωσε τον Οδυσσέα από τα μάγια της Κίρκης! Ο απήγανος έχει γρήγορη ανάπτυξη και φτάνει σε ύψος περίπου 1 μέτρου με ποώδεις βλαστούς που γίνονται ξυλώδεις κοντά στη βάση και μακριά φύλλα που τέμνονται και θυμίζουν σχήμα κουταλιού ή σπαθιού. Το φύλλωμα του απήγανου έχει χρώμα γαλαζοπράσινο, ελαφρά δερματώδες, που καλύπτεται από ένα λευκό χνούδι και όταν τριφτεί αναδίδει μια χαρακτηριστική δυσάρεστη μυρωδιά. Ο απήγανος φυτεύεται και ως καλλωπιστικό φυτό σε κήπο και σε γλάστρα για τα όμορφα κίτρινα λουλούδια που εμφανίζει την περίοδο του καλοκαιριού.
A pagan
Apiganos is an evergreen aromatic plant that is native to areas of southern Europe and northern Africa. Known since the Homeric era, it is considered to be the plant that saved Odysseus from the magic of Circe! Apaganus is fast growing and reaches a height of about 1 meter with herbaceous stems that become woody near the base and long leaves that intersect and resemble a spoon or sword shape. The leaves of the heather are bluish-green in color, slightly leathery, covered by a white fluff and when rubbed emits a characteristic unpleasant smell.
Πελαργόνιο το βαρύοσμο
Το Πελαργόνιον το βαρύοσμον λατ. Pelargonium graveolens είναι ποώδες παχύφυλλο που ανήκει στο γένος Πελαργόνιο της οικογένειας των Γερανιοειδών (Geraniaceae). Το κοινό του όνομα είναι αλμπαρόριζα ή αρμπαρόριζα, ενώ πολλές φορές αναφέρεται και ως πελαργόνι, στη Λέσβο χρυσαχί, στην Κύπρο κιούλι, στη Δυτική Μακεδονία μοσχόφυλλο.
Pelargonium graveolens is a herbaceous succulent that belongs to the genus Pelargonium of the Geraniaceae family. Its common name is albaroriza or albaroriza, while it is often referred to as pelargonium, in Lesvos chrysachi, in Cyprus kiuli, in Western Macedonia muskofyllo.
Η αρμπαρόριζα είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αρωματικά φυτά που συναντάμε σε κήπους και γλάστρες των ελληνικών σπιτιών με υπέροχα λουλούδια σε αποχρώσεις του ροζ και του μωβ. Από περιοχή σε περιοχή της χώρας μας, θα τη συναντήσουμε με πολλές τοπικές ονομασίες όπως αμπερόριζα, αμπακανέλα, λουκουμόχορτο, αλμπανόριζα και μοσχομολόχα ενώ στην Κύπρο είναι γνωστή με την ονομασία κιούλι. Αν και το θεωρούμε παραδοσιακά ντόπιο φυτό, η καταγωγή της αρμπαρόριζας είναι από τη Νότια Αφρική, όπως άλλωστε και το γεράνι, το πελαργόνι και το μαστιχάκι με το οποίο ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Τα λουλούδια της αρμπαρόριζας δεν μυρίζουν, ωστόσο τα οδοντωτά φύλλα της αναδίδουν ένα έντονο άρωμα όταν τα τρίψουμε. Για αυτό άλλωστε, τα φύλλα της συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για αρωματισμό σε γλυκά του κουταλιού, σε μαρμελάδες, σε παγωτά καθώς και σε λουκούμια. Η αρμπαρόριζα ανήκει στα φυτά που ανθίζουν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο χαρίζοντας μας πλούσια ανθοφορία με μεγάλη διάρκεια. Επιπλέον, θεωρείται από τα πιο δραστικά εντομοαπωθητικά φυτά που μπορούμε να φυτέψουμε στον κήπο και σε γλάστρα στο μπαλκόνι μας μαζί με τον βασιλικό, το φασκόμηλο, τη λεβάντα και το δενδρολίβανο.
Λουίζα
Η λουίζα (επιστ. ονόμ.: Aloysia citrodora ή Lippia citriodora) είναι φυλλοβόλος θάμνος με ύψος μεταξύ 1,5-2 μ. και ανήκει στην οικογένεια Verbenaceae. Κατάγεται από τη Λατινική Αμερική απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα μ.Χ. από Ισπανούς και Πορτογάλους εξερευνητές και καλλιεργήθηκε για την παραγωγή αιθέριου ελαίου. Η λουίζα είναι φαρμακευτικό και αρωματικό φυτό με πολλές χρήσεις από τη μαγειρική έως τον καλλωπισμό. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή και τα άνθη ποικίλλουν σε χρωματισμούς και είναι μικρά με χαρακτηριστικό έντονο άρωμα που θυμίζει λεμόνι. Ανθίζει τους καλοκαιρινούς μήνες που είναι και η ιδανική περίοδος συλλογής της. Από αρχαιότατους χρόνους χρησιμοποιούνταν στην καταπολέμηση διάφορων τύπου πόνων.
Verbena
The verbena (scientific name: Aloysia citrodora or Lippia citriodora) is a deciduous shrub with a height between 1.5-2 m and belongs to the Verbenaceae family. It comes from Latin America from where it was brought to Europe in the 17th century AD. by Spanish and Portuguese explorers and cultivated for essential oil production. Licorice is a medicinal and aromatic plant with many uses from cooking to beautification. Its leaves are lance-shaped and the flowers vary in color and are small with a characteristic intense aroma reminiscent of lemon. It blooms in the summer months, which is also the ideal time to collect it. Since ancient times it has been used in the fight against various types of pain.
Τα φύλλα της λουίζας χρησιμοποιούνται για να προσδίδουν γεύση λεμονιού στα ψάρια και σε πιάτα πουλερικών, λαχανικών, σε μαρινάδες, σάλτσες, μαρμελάδες, πουτίγκες, στο γιαούρτι και τα ποτά. Χρησιμοποιείται επίσης ως αφέψημα, ή προστίθεται σε τσάι για να δώσει γεύση λεμονιού (όπως συνήθως σε μαροκινό τσάι). Εχει ιδιότητες θεραπευτικές έναντι του μύκητα Candida albicans. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αιθέριο έλαιο της λουίζας (Lippia citriodora Kunth) και τα παράγωγα αυτών εκτός της απόλυτης απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται ως συστατικό αρώματος (Οδηγία 2009/164/ΕΕ, της 22ας δεκεμβρίου 2009).
Τα ήπια αντιοξειδωτικά συμπληρώματα διατροφής με εκχύλισμα λουίζας προστατεύουν τα ουδετερόφιλα έναντι των οξειδωτικών βλαβών, μειώνοντας τα σημάδια της μυϊκής βλάβης από χρόνια άσκηση με τρέξιμο, χωρίς να εμποδίζεται η κυτταρική προσαρμογή στην άσκηση.
Το εκχύλισμα Aloysia citriodora εμφανίζει αντιοξειδωτικές ιδιότητες που μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δράσης της αναγωγάσης-GSH στα λεμφοκύτταρα και τα ερυθροκύτταρα και την προστασία του πλάσματος από οξειδωτική βλάβη της άσκησης.
Το εκχύλισμα λουίζας που περιείχε 25% του γλυκοζιδίου verbascoside εμφανίζει ισχυρή αντιοξειδωτική ικανότητα, ειδικά σε ένα λιπόφιλο περιβάλλον, υψηλότερο από το αναμενόμενο, όπως υπολογιζόταν από την αντιοξειδωτική ικανότητα του καθαρού verbascoside, πιθανώς λόγω των συνεργιστικών δράσεων. Αποδειχτηκε επίσης η ικανότητα του verbascoside να ενεργεί ως ένας αποτελεσματικός εξουδετερωτής ελεύθερων ριζών σε λιπόφιλα περιβάλλοντα. Εκχυλίσματα εμπλουτισμένα με Verbascoside μπορεί να έχουν ενδιαφέρουσες εφαρμογές στα καλλυντικά, φαρμακοτρόφιμα ή λειτουργικά τρόφιμα. Αν και έχει αναφερθεί κάποια «in vitro» τοξικότητα σε ανθρώπινα λεμφοκύτταρα του verbascoside με τη συμμετοχή της PARP-1 και πρωτεϊνών p53, μετέπειτα «in vivo» δοκιμές δεν ανέφεραν τοξικότητα για την υψηλή δοσολογία χορήγησης από του στόματος.
Η κατανάλωσή της σε αφέψημα, λέγεται ότι βοηθάει σε μυϊκούς σπασμούς, πόνο στο στομάχι, κράμπες εμμηνόρροιας, άγχος, και ως αντιπυρετικό.
Μάραθος
Ο μάραθος (ή μάραθο, ή φινόκιο) είναι ποώδες και αρωματικό φυτό. Είναι δικοτυλήδονο και ανήκει στην οικογένεια των Σκιαδοφόρων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Μάραθον το κοινόν. Περιέχει αιθέρια έλαια κατά 7% και ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, στην Κίνα, στην Αίγυπτο και την Ινδία. Ειδικότερα, ο Πλίνιος αναφέρει 22 φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού.
Οι κύριες χρήσεις του φυτού είναι στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και την οινοπνευματοποιία. Από το μάραθο επίσης παρασκευάζονται φάρμακα όπως σιρόπια ενώ χρησιμοποιείται και ως μέσο για να διευκολύνεται η έκκριση γάλακτος. Από τους σπόρους του μάραθου, που έχουν καυστική γεύση, όπως αυτή του άνηθου, φτιάχνεται αιθέριο έλαιο (μαραθέλαιο). Η ποικιλία αζορικό είναι εδώδιμη και οι σαρκώδεις κολεοί των φύλλων του χρησιμοποιούνται ως λαχανικό (φινόκιο).
Fennel
Fennel (or fennel, or fennel) is a herbaceous and aromatic plant. It is dicotyledonous and belongs to the Skiadophora family. Its scientific name is Marathon the common. It contains 7% essential oils and was known in ancient Greece, China, Egypt and India. In particular, Pliny mentions 22 medicinal properties of the plant.
The main uses of the plant are in cooking and confectionery, perfumery and distillery. Medicines such as syrups are also prepared from fennel and it is also used as a means to facilitate the secretion of milk.
Αγριοβάρσαμο , Μίνθη η πιπερώδης
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Mentha longifolia L. (Μέντα η μακρόφυλλος) και το συναντούμε με τις ονομασίες αγριοβάλσαμο, αγριοβάρσαμο, αγριοδυόσμο ή μεντόχορτο.
Ανήκει στην οικογένεια των Λαμπιάτα-Χειλανθών.
Βέβαια με την οικογένεια αυτή δεν βγάζει κανείς εύκολα άκρη. Η μεγάλη οικογένεια των Λαμπιάτα περιλαμβάνει περίπου 250 γένη και 6.700 είδη. Ειδικότερα η Μέντα είναι ένα γένος που περιλαμβάνει 26 με 30 είδη, ένα από τα οποία είναι το αγριοβάρσαμο που περιγράφουμε σήμερα.
Wild wort, mint or peppermint
The Latin name of the herb is Mentha longifolia L. (Mentha or long-leaved mint) and we find it under the names agriobalsamo, agriobrasmo, agriodiosmo or mentohorto.
It belongs to the family of Labiata-Heilanthe.
Of course, with this family it is not easy to figure things out. The large family of Labiata includes about 250 genera and 6,700 species. Menta in particular is a genus that includes 26 to 30 species, one of which is the wild mint we are describing today.
Είναι ένα πολυετές φυτό, που αναπτύσσεται γρήγορα. Σε ύψος μπορεί να φτάσει από 50 έως 150 εκατοστά Αν όμως βρεθεί σε ξερά μέρη μπορεί να γίνει μικρότερο.
Είναι έντονα αρωματικό φυτό. Τα φύλλα του γκριζωπά και βαμβακώδη στο κάτω μέρος, διαμορφώνονται ανά ζεύγη, το ένα απέναντι από το άλλο κατά μήκος του μίσχου. Είναι επιμήκη (φτάνουν τα 45-100 χιλιοστά), λογχοειδή (το πλάτος τους κυμαίνεται από 7 έως 20 χιλιοστά), οδοντωτά με μικρό μίσχο, οξύληκτα. Τα άνθη είναι λευκορόδινα ή μωβ, μικρά πάνω σε μακρουλούς στάχυς. Στεφάνη με 4 λοβούς από τους οποίους ο ένας φέρει σχισμή στην κορυφή. Οι μέλισσες και οι πεταλούδες δείχνουν εξαιρετική αδυναμία στα άνθη του φυτού όταν αυτά ανοίξουν.
Το συναντούμε συνήθως σε υγρές τοποθεσίες, χαντάκια και ρυάκια.
Λεμονοθύμαρο
Το λεμονοθύμαρο είναι ένα αειθαλές, πολυετές αρωματικό φυτό με πλαγιόκλαδη ανάπτυξη.
Φτάσει σε ύψος τα 20-30cm και διάμετρο περίπου 40cm.
Έχει ωοειδή πρασινο-κίτρινα φύλλα που μυρίζουν σαν λεμόνι, όπως προδίδει το όνομά του.
Προτιμάει ηλιόλουστες θέσεις και στραγγερά εδάφη και είναι αρκετά ανθεκτικό στην ξηρασία.
Κάνει λιλά λουλούδια το καλοκαίρι, τα οποία προσελκύουν μέλισσες.
Φυτεύεται σε γλάστρες, κήπους αρωματικών και είναι εξερετικό φρέσκο σε σαλάτες ή σε διάφορες σάλτσες.
Lemon thyme
Lemon thyme is an evergreen, perennial aromatic plant with branched growth.
It reaches a height of 20-30cm and a diameter of about 40cm.
It has oval green-yellow leaves that smell like lemon, as its name suggests.
It prefers sunny positions and well-drained soils and is fairly drought tolerant.
It produces lilac flowers in summer, which attract bees.
It is grown in pots, herb gardens and is delicious fresh in salads or in various sauces.
Μέντα
Η μέντα (επιστ. ονομ.: Mentha, Μίνθη) είναι γένος ποωδών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών των εύκρατων περιοχών. Έχει άνθη ευωδιαστά, λευκά ή ιώδη, που σχηματίζουν ταξιανθία στάχυος. Είναι φυτό φαρμακευτικό και χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως καρύκευμα, καθώς και ως αφέψημα ή αιθέριο έλαιο. Το αιθέριο έλαιο είναι κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας
Το όνομα μέντα προέρχεται από το λατινικό mentha, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αρχαιοελληνικό μίνθη.
Mint
Mint (scientific name: Mentha, Minthi) is a genus of herbaceous aromatic plants of the sedum family of temperate regions. It has fragrant flowers, white or purple, that form a cob inflorescence. It is a medicinal plant and is used in cooking as a seasoning, as well as as a decoction or essential oil. The essential oil is suitable for lower quality perfumery and soap making products
The name mint comes from the Latin mentha, which in turn comes from the ancient Greek minthi.
Συναντάται και με την ονομασία ηδύοσμος. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως σήμερα ως αρωματικό στη μαγειρική, την οινοποιία και στη φαρμακοποιία. Οι αρχαίοι Έλληνες έτριβαν το τραπέζι με δυόσμο πριν από το γεύμα. Επίσης, αρωμάτιζαν το νερό τού μπάνιου. Από τον 6ο αιώνα πρωτοσυναντώνται κρέμες καθαρισμού δοντιών με δυόσμο. Τα ποντίκια φαίνεται να αποφεύγουν τη μυρωδιά του, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται για την απομάκρυνσή τους. Στην Αρχαία Ελλάδα ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός χρησιμοποιούσαν την μέντα κατά της δυσπεψίας, κατά των νευρικών διαταραχών, κατά των ιλίγγων, της αϋπνίας, της γαστρίτιδας, του βήχα, του κρυολογήματος, του πονόλαιμου και ως αντισπασμωδικό.
Οι Άραβες λατρεύουν τη μέντα, ορκίζονται στο όνομα της. Η λεπτή μυρωδιά της μέντας διαχέεται παντού και οι αρετές της έχουν υμνηθεί ιδιαίτερα. Η Σεχραζάτ, που διηγούνταν στο Σουλτάνο τις ιστορίες στις Χίλιες και Μία Νύχτες, οφείλει ίσως τη ζωή της σε μερικά φλιτζάνια μυρωδάτο τσάι μέντας, που της σερβίριζαν κάθε μέρα, πριν ξημερώσει, την ίδια πάντα ώρα, για να μπορεί να συνεχίζει τις ιστορίες του Σεβάχ του Θαλασσινού και του Αλαντίν. Πολλές αραβικές φυλές από την αρχαιότητα τη χρησιμοποιούσαν σε μορφή ροφήματος για τη σεξουαλική διέγερση αλλά σε αρκετά μεγάλες ποσότητες, διότι αλλιώς έχει την ακριβώς αντίθετη δράση.
Ακόμη και ο Σαίξπηρ την αναφέρει, μαζί με τη λεβάντα και το δεντρολίβανο, ως διεγερτικό για τους κυρίους της μέσης ηλικίας.
Μυθολογία
Η Μίνθη ήταν Νύμφη του υποχθόνιου κόσμου, που ο Άδης επιζήτησε να κάνει ερωμένη του. Η Περσεφόνη ή, κατ’ άλλους συγγραφείς, η Δήμητρα καταδίωξε την άμοιρη και την ποδοπάτησε ή όπως λένε άλλοι, την κατακρεούργησε. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της, ο Άδης μήτε καν κινήθηκε να τη βοηθήσει. Περιορίστηκε να τη μεταμορφώσει σε ένα φυτό, που ξαφνικά φύτρωσε για πρώτη φορά στο βουνό Μίνθη της Τριφυλίας. Είναι η γνωστή μέντα, αφιερωμένη από τότε στον θεό του σκοταδιού.
Δυόσμος
Ο δυόσμος (επιστημονική ονομασία Mentha spicata, μίνθη η σταχυώδης) είναι είδος μέντας, το οποίο είναι ιθαγενές της Ευρώπης και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Ο δυόσμος, πέρα από τη χρήση του ως αντισπασμωδικό, τονωτικό και χωνευτικό βότανο, χρησιμοποιείται για να αρωματίσει διάφορα φαγητά. Απαντάνται και με το όνομα ηδύοσμος, και καταγράφονται 13 είδη του και 9 παραλλαγές.
Mint
Spearmint (scientific name Mentha spicata, spearmint) is a type of mint, which is native to Europe and Southwest Asia. Mint, in addition to its use as an antispasmodic, tonic and digestive herb, is used to flavor various foods. They are also called ediosmos, and 13 species and 9 variations are recorded.
Είναι ριζωματώδες πολυετές φυτό που φθάνει σε ύψος 30 με 100 εκατοστά. Οι μίσχοι και τα φύλλα καλύπτονται σε ποικίλο βαθμό από τριχίδια, ενώ το ρίζωμα είναι σαρκώδες και εκτεταμένο. Τα φύλλα είναι ωοειδή, με μήκος 5 με 9 εκατοστά και 1,5 με 3 εκατοστά πλατιά. Τα άνθη του είναι μικρά ρόδινα ή μωβ ανοιχτό. Βγαίνουν πολλά μαζί σε στάχεις στις κορυφές των βλαστών.
Στην αγορά πωλείται φρέσκος δυόσμος σε δεσμίδες, για παράδειγμα σε λαϊκές αγορές ή ακόμα και σε υπεραγορές, για όσους θέλουν να τον ξηράνουν για μελλοντική χρήση. Επίσης πωλείται αποξηραμένος σε σφραγισμένα δοχεία. Ο φρέσκος δυόσμος μπορεί να γίνει τσάι όπως και ο αποξηραμένος. Ο αποξηραμένος δυόσμος συχνά χρησιμοποιείται σε σαλάτες.
Τα οφέλη του δυόσμου είναι πολλαπλά για τον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς περιλαμβάνει θρεπτικά συστατικά, όπως κάλλιο, μαγγάνιο, σίδηρο, ασβέστιο και μαγνήσιο. Ακόμα, έχει αντιοξειδωτική δράση και ενσωματώνει βιταμίνες, συμπεριλαμβανομένων των βιταμινών C, B6, A και β-καροτίνης.
Βοηθά στο αναπνευστικό σύστημα ως αφέψημα για τα κρυολογήματα του χειμώνα, στο γαστρεντερικό σύστημα καταπραΰνοντας τα συμπτώματα της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης αλλά και στις ημικρανίες και τον ερεθισμένο λαιμό.
Δεντρολίβανο
Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο είναι γνωστό με το όνομα λασμαρί, είναι αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών. Το γένος Rosmarinus περιλαμβάνει, εκτός του γνωστού (R. officinalis) που αναφέρεται και ως λιβανωτίς (Διοσκ.) και ως δενδρολίβανον το φαρμακευτικόν, και μερικά άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα: Ροσμαρίνος ο εριοκάλυξ (R. eriocalyx) και Ροσμαρίνος ο γναφαλώδης (R. tomentosus)[2]. Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα
Rosemary
Rosemary (arch. Greek aposplinos), also known as arismari, in Cyprus it is known by the name lasmari, is an aromatic, evergreen shrub that belongs to the genus Rosmarinus and the family of Heilanthus. The genus Rosmarinus includes, apart from the well-known (R. officinalis) which is also referred to as frankincense (Diosk.) and as medicinal rosemary, and some other species, including the following: Rosemary the eriocalyx (R. eriocalyx) and Rosemary the gnaphaloid (R. tomentosus)[2]. The Latin name of the plant Rosmarinus means sea dew and is a compound of the words ros (dew) and marinus (sea), because it was believed that the plant could grow without watering
αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα.[3] Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές, σε στολισμούς κτηρίων, ναών και ως καύσιμο για θυμίαμα. Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται ως καλλωπιστικό για τα ωραία κυανά άνθη του σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών. Τα άνθη του προτιμώνται από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού.
Στην παραδοσιακή λαϊκή ιατρική σύμφωνα με τον Αγάπιο στον Γεωπονικό (παρ.148) χρησιμοποιείται:
- για θεραπεία κάθε αρρώστιας των σπλάγχνων
- Καίγοντας ξύλο δεντρολίβανου και σε μορφή καρβουνόσκονης ασπρίζει τα δόντια και θεραπεύει κάθε αρρώστια των δοντιών.
- Τοποθετώντας φύλλα δεντρολίβανου στο στρώμα αποτρέπει τους εφιάλτες.
- Κοπανίζοντας τα φύλλα και τοποθετώντας στην πληγή βοηθάει να επουλώσει και να θεραπεύσει καρκινικές εξελκώσεις (φάγουσα)
- Φτιαγμένο κουτάλι από το ξύλο του δεντρολίβανου προστατεύει από τα μικρόβια
- Κάνοντας Φλασκί από ξύλο δεντρολίβανου βοηθάει να συντηρηθεί χωρίς να αλιωθεί το κρασί. Ακόμα βάζοντας φύλλα δεντρολίβανου στο βαρέλι βοηθάει να μην χαλάσει το κρασί.
- Καίγοντας το δεντρολίβανο, η μυρωδιά του απομακρύνει τους σκορπιούς, φίδια. Επίσης καίγοντας δεντρολίβανο καθαρίζει τον αέρα από μικρόβια.
- Βράζοντας το δεντρολίβανο ως ρόφημα βοηθάει να θεραπευτή ή “κάυσιν [] τον στόμαχον”
Άλλοι αναφέρουν ότι θεραπεύει την “ατονία της καρδιάς”, τα τραύματα, τη δυσεντερία και τους ρευματισμούς. “Στην Κρήτη συνιστάται για τον “τριχοφά” ή “τριχοφάγο” (αλωπεκία).
Σε έρευνες έχουν δείξει ότι αυξάνει την ορμόνη αυξητική ορμόνη νευρικός αυξητικός παράγοντας (NGF)
Λεβάντα
Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula, λαβαντούλα) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae) το οποίο περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειvων περιοχών. Επίσης, απαντάται στα Κανάρια Νησιά, στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές χώρες. Το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και για τη θεραπεία νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η λεβάντα δρα ως υπνωτικό και ναρκωτικό.
Lavender
Lavender (also known as Lavandula) is a genus of plants belonging to the Labiatae family, which includes around 25 species. It is native to the Mediterranean regions. It is also found in the Canary Islands, India and other Asian countries. The essential oil contained in its leaves is used in perfumery and for the treatment of nervous disorders. It also has antiseptic properties and is used in wound healing. In large doses lavender acts as a hypnotic and narcotic
Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το Γαληνό.
Το κοινό όνομα «λεβάντα» αναφέρεται κυρίως στο άλλο αυτοφυές αλλά και καλλιεργούμενο είδος Λεβάντα η στενόφυλλος (Lavandula angustifolia).
Στον ελληνικό χώρο καλλιεργείται πιο πολύ το είδος Λεβάντα η στοιχάς (Lavandula stoechas). Αυτή είναι γνωστή και με τα ονόματα:
- αγριολεβάντα
- λαμπρή
- λαβαντή
- χαμολίβανο
- μυροφόρα
- καραμπάσι
- αβαγιανός
Θυμάρι
Το θυμάρι ή θύμιο (Θύμος ο κοινός, λατ. Thymus vulgaris) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό, το οποίο ανήκει στην τάξη των Σωληνανθών (Tubiflorae) και στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Είναι θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά ανθεκτικός, αναδύει πολύ ευχάριστο άρωμα. Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.
Thyme
Thyme or Thyme (Thymus vulgaris, lat. Thymus vulgaris) is an angiosperm, dicotyledonous plant, which belongs to the Tubiflorae order and the Labiatae family. It is a small shrub (up to 30 cm), with upright shoots, extremely resistant, it emits a very pleasant aroma. It is found in the southern and Mediterranean regions of Europe in various parts of Asia and is cultivated in North America.
Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και αναδύουν το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς καυστική και πλούσια. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό για τον αρωματισμό διαφόρων φαγητών σε ψάρια, κρέατα, σε διάφορες σάλτσες, σούπες κ.λ.π. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη.
Τα φυτά θυμαριού μπορούν να αναπτυχθούν σε όλα τα καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Μπορούν να αντέξουν pH από 5 έως 8. Οι καλύτερες αποδόσεις συχνά επιτυγχάνονται σε ασβεστώδη εδάφη με pH κοντά στο 7 και με πολύ καλή αποστράγγιση. Το θυμάρι χρειάζεται πλήρη έκθεση στον ήλιο και προτιμά θερμό και μετρίως ξηρό κλίμα, ήπιους χειμώνες και ηλιόλουστα καλοκαίρια. Θα δώσει τις μεγαλύτερες αποδόσεις σε μέσες θερμοκρασίες των 20- 30 °C στην άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού . Οι θερμοκρασίες εδάφους άνω των 18 °C ευνοούν την ανάπτυξη και την αναβλάστηση μετά τη συγκομιδή.
Το θυμάρι είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις μέλισσες και το θυμαρίσιο μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας.
Το θυμάρι περιέχει αιθέριο έλαιο σε ποσοστό 1-2%. Το κύριο συστατικό του αιθέριου έλαιου του θυμαριού κατά 20-54% είναι η θυμόλη ή, αλλιώς, καμφορά του θυμαριού, έχει χρήσεις στην αρωματοποιία και στην οδοντιατρική. Η θυμόλη έχει αντισηπτική δράση και αποτελεί το κυρίως συστατικό πολλών εμπορικών σκευασμάτων για την πλύση του στόματος, όπως η Listerine. Πριν την έλευση των σύγχρονων αντιβιοτικών, το αιθέριο έλαιο θυμαριού χρησίμευε για την επάλειψη των γαζών. Η θυμόλη έχει αποδειχτεί επίσης αποτελεσματική στην καταπολέμηση των μυκήτων που συχνά μολύνουν τα νύχια των ποδιών.[3] Αποτελεί επίσης ενεργό συστατικό σε κάποια φυτικά σκευάσματα χωρίς οινόπνευμα, για την απολύμανση των χεριών.
Το ρόφημα από θυμάρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του βήχα και της βρογχίτιδας. Για να παρασκευάσουμε έγχυμα βάζουμε 1 κουταλιά του γλυκού ξηρό ή 2 κουταλιές του γλυκού φρέσκο βότανο, χωρίς κοτσάνι, σε 1 φλιτζάνι βραστό νερό, το σκεπάζουμε για 10 λεπτά και μετά το σουρώνουμε.
Δίκταμο
Το δίκταμο (η έρωντας) (επιστημονική ονομασία: Origanum dictamnus, Ορίγανον το δίκταμνον είναι ένα ενδημικό φυτό που συναντάται στην Κρήτη και χρησιμοποιείται ως ρόφημα. Το όνομα προέρχεται από το όρος Δίκτη (Λασιθιώτικα) όπου παλαιότερα αφθονούσε. Ειδικότερα καλλιεργείται εδώ και 70 χρόνια στην Έμπαρο, . Τα φύλλα του είναι χνουδωτά και έχουν χρώμα γκριζοπράσινο[3]. Το δίκταμο λέγεται και δίκταμνο(ς).
Στη Μινωική Κρήτη και την Αρχαία Ελλάδα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα φαρμακευτικά φυτά. Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε κατά των παθήσεων του στομάχου και του πεπτικού συστήματος, στους ρευματισμούς, τα αρθριτικά, ως επουλωτικό, εμμηναγωγό, τονωτικό και αντισπασμωδικό.
Diktat
Origanum dictamnus (scientific name: Origanum dictamnus, Origanum dictamnus) is an endemic plant found in Crete and used as a drink. The name comes from Mount Dikti (Lasithiotika) where it used to abound. In particular, it has been cultivated for 70 years in Embaro, . Its leaves are fluffy and gray-green in color[3]. Dictamo is also called dictamno(s).
In Minoan Crete and Ancient Greece it was one of the most important medicinal plants. Hippocrates used it against diseases of the stomach and digestive system, rheumatism, arthritis, as a healing, emmenagogue, tonic and antispasmodic.
Ο Δίκταμος (Origanum dictamnus) είναι ενδημικό φρύγανο της Κρήτης και αυτοφύεται πρακτικά σε όλα τα βουνά του νησιού κι όχι μόνο στη Δίκτη όπως το θέλει το όνομά του. Εξαπλώνεται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.600 μ. αποκλειστικά σε γκρεμνό και φαράγγια (υποχρεωτικό χασμόφυτο). Είναι ένα μικρό φυτό με μήκος 30 έως 40 εκ., πολύ δυνατής οσμής και γεύσης, τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αλλά παχουλά, και καλύπτονται από χνούδι, τα άνθη του έχουν βιολετί χρώμα.
Ρίγανη
Η ρίγανη (Ορίγανον το κοινόν, Origanum vulgare) είναι αρωματικό ποώδες, πολυετές, ιθαγενές και θαμνώδες φυτό της Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας. Ανήκει στο γένος Ορίγανο της τάξης των λαμιωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
Η Ελληνική ρίγανη (Greek Oregano) είναι φυτό πολυετές και ποώδες η ποιότητά της θεωρείται από τις καλύτερες παγκοσμίως. Η ρίγανη πέρα από το χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που δίνει στο φαγητό έχει και πάρα πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες, με κυριότερη (γνωστή φαρμακευτικά) δραστική ουσία την καρβακρόλη. Στην Ελλάδα η ρίγανη είναι αυτοφυής και βρίσκεται σε ορεινές και βραχώδεις περιοχές.
Oregano
Oregano (Origanum vulgare) is an aromatic herb, perennial, native and shrubby plant of the Mediterranean and Central Asia. It belongs to the Oregano genus of the order of lamiatous angiosperm dicotyledonous plants.
Greek oregano is a perennial and herbaceous plant whose quality is considered one of the best worldwide. Oregano, in addition to the characteristic aroma and flavor it gives to food, also has many medicinal properties, with the main (medically known) active substance being carvacrol. In Greece, oregano is indigenous and is found in mountainous and rocky areas.
Είναι αντιδιαρροϊκή, αντιφλεγμονώδης, βακτηριοκτόνα. Υπό μορφή αφεψημάτων χρησιμοποιείται για την ατονία των εντέρων, αποχρεμπτικό για το βήχα, βοηθάει στην υπέρταση και την αρτηριοσκλήρυνση. Το αιθέριο έλαιο της ρίγανης (οριγανέλαιο) χρησιμοποιείται για τον πονόδοντο. Η ρίγανη έχει 12 φορές περισσότερο αντιοξειδωτική δράση από το πορτοκάλι, 30 από την πατάτα και 42 από το μήλο. Επίσης με λίγη ρίγανη στην τροφή των πτηνών σας κρατάτε τις αρρώστιες μακριά τους..
Μία άλλη κύρια χρήση της είναι κατά των χρόνιων ρευματισμών. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τη θεραπευτική της αξία και τη χρησιμοποιούσαν πίνοντας το τσάι της σε κολικούς και εξωτερικά σε πρηξίματα και για το στραβολαίμιασμα.
Φασκόμηλο
Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά (‘Σάλβια η φαρμακευτική, ελλ. Ελελίφασκος ο φαρμακευτικός, Salvia officinalis) ανήκει στο γένος των Αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Ελελίφασκος (Salvia). Στα αγγλικά η κοινή του ονομασία είναι sage, ή garden sage, ή common sage. Το φασκόμηλο, πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι μισό μέτρο, βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Καταναλώνεται σαν αφέψημα για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, που όμως σε κάποιες περιπτώσεις έχει παρενέργειες.
Sage
Sage or sage (Salvia officinalis) belongs to the genus of Angiosperm dicotyledonous plants. In English its common name is sage, or garden sage, or common sage. The sage, perennial, bushy, with numerous branches, up to half a meter high, is found in all regions of Greece mainly in dry and stony places. It is consumed as a decoction for its medicinal properties, but in some cases it has side effects.
Το φυτό έχει έντονη αρωματική οσμή και καλλιεργείται για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του, ως αφέψημα και ως καρύκευμα. Τα φύλλα που είναι και το κατεξοχήν χρησιμοποιούμενο μέρος του φυτού συλλέγονται λίγο πριν ή κατά την αρχή της ανθοφορίας με ξηρό και ηλιόλουστο καιρό, το Μάιο ή τον Ιούνιο και ξηραίνονται στη σκιά.
Περιέχει ως κύρια ουσία αιθέριο έλαιο, φασκομηλόλαδο, άχρωμο ή ερυθροκίτρινο, σαπωνίνες, πικρές ουσίες, τερπένια, ρητίνες, πικρά διτερπένια, ταννίνες, τριτερπένια, φλαβονοειδή και θουγιόνη (thujone, μια μονοτερπενική κετόνη).
Τα φύλλα έχουν αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες.Το φυτό έχει στομαχικές, τονωτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιείται και κατά των νευραλγιών. Η φασκομηλιά χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος εσωτερικά ως ανθιδρωτικό (ιδιαίτερα κατά του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών).
Ματζουράνα
Η ματζουράνα (Ορίγανον η μαντζουράνα, λατ. Origanum majorana) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, πολυετές φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη λαμιώδη και στην οικογένεια χειλανθή, είναι δε συγγενικό φυτό με τη ρίγανη. Είναι ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου με 6 είδη ποωδών φυτών. Το πιο σημαντικό είδος είναι η ματζουράνα ορίγανο ή κοινή, το ύψος της φτάνει τα 60 εκατοστά, ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος.
Στην Ελλάδα η ματζουράνα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια όπου την χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο κατά στομαχικών και εντερικών ενοχλήσεων. Ο Γαληνός προτρέπει την χρήση της ως χωνευτικού.[2] Σήμερα καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό σε γλάστρες και κήπους.
Marjoram
Marjoram (Origanum majorana, lat. Origanum majorana) is an angiospermous, dicotyledonous, perennial plant that belongs to the lamiaceae order and to the sedum family, and is related to oregano. It is native to the Mediterranean countries with 6 species of herbaceous plants. The most important species is marjoram oregano or common, its height reaches 60 cm, the stem is square, multi-branched.
In Greece marjoram has been known since ancient times where it was used as a medicine against stomach and intestinal disorders. Galen urges its use as a digestive.[2] Today it is cultivated as an ornamental and aromatic plant in pots and gardens.
Τσουκνίδα
Η τσουκνίδα (ή τσουκνίθα) ανήκει στο γένος των αγγειόσπερμων φυτών Κνίδη και στην οικογένεια των Κνιδοειδών. Πρόκειται για μονοετές ή πολυετές, ποώδες, αυτοφυές φυτό, με 40 περίπου είδη παγκοσμίως.
Οι τσουκνίδες ουσιαστικά είναι ζιζάνια, όμως σε μερικές περιοχές κάποια είδη έχουν μεγάλη οικονομική σημασία. Για παράδειγμα, από ένα είδος τσουκνίδας στην Ασία λαμβάνονται κλωστικές ίνες από τον βλαστό για την παραγωγή υφασμάτων ενώ αποξηραμένες τσουκνίδες δίνονται σαν τροφή σε ζώα. Η τσουκνίδα είναι πλούσια σε μεταλλικά άλατα: ασβέστιο, χαλκό, χλώριο, κάλιο, πυρίτιο, νάτριο, σίδηρο. Το αφέψημα του είδους Κνίδη η καυστηρά (Urtica urens), που βρίσκεται και στην Ελλάδα
Nettle
The nettle (or stinging nettle) belongs to the genus of angiosperm plants Cnidis and the family Cnididae. It is an annual or perennial, herbaceous, native plant, with approximately 40 species worldwide.
Nettles are essentially weeds, but in some areas some species are of great economic importance. For example, from a species of nettle in Asia, fiber is obtained from the stem for the production of cloth, while dried nettles are fed to animals. The nettle is rich in mineral salts: calcium, copper, chlorine, potassium, silicon, sodium, iron. The decoction of the stinging nettle species (Urtica urens), which is also found in Greece
είναι εξαιρετικό διουρητικό και κατά της πέτρας της χολής, ενώ ο χυμός των σπόρων του σταματά την αιμορραγία. Σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους βοηθά στην αντιμετώπιση δερματικών εκζεμάτων, συμβάλλει στην μείωση του ουρικού οξέος και γενικώς συμβάλλει στην καλή κυκλοφορία του αίματος. Επίσης χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση της τριχόπτωσης. Το είδος κνίδη η δίοικος χρησιμοποιείται ευρέως και στην κουζίνα. Χάρη στα θρεπτικά συστατικά που περιέχει, το υψηλό ποσοστό σε λευκώματα και σε βιταμίνη C οι τσουκνίδες καταναλώνονται ως σαλάτα, σούπα και πολλές φορές αντικαθιστούν το σπανάκι. Η καυστικότητα των τριχιδίων εξουδετερώνεται με το στίψιμο ή με κοχλαστό νερό. Για κατανάλωση θεωρούνται καλύτεροι οι νεαροί τρυφεροί βλαστοί. Όλα τα μέρη του φυτού, υπέργεια και υπόγεια μπορούν να αποξηρανθούν και χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή ιατρική. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κηπουρική για την καταπολέμηση της ψώρας. Γι αυτό το σκοπό αναμειγνύονται 500-700 γρ. χλωρής ή 200 γρ. αποξηραμένης τσουκνίδας με 5 λίτρα κρύου νερού για ένα εικοσιτετράωρο. Μετά ψεκάζονται τα προσβεβλημένα φυτά.
Κάππαρη
Πολυετής, έρπων θάμνος, με καταγωγή τα νησιά του Αιγαίου, με λιγοστά, μαλακά αγκάθια. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ασβεστούχα, άγονα ή βραχώδη εδάφη, κυρίως σε παραθαλάσσιες περιοχές και θεωρείται το πλέον ξηροφυτικό φυτό της Μεσογείου.
Caper
Perennial, creeping shrub, native to the Aegean islands, with few, soft thorns. It thrives in areas with calcareous, barren or rocky soils, mainly in coastal areas and is considered the most xerophytic plant of the Mediterranean.
Χαμομήλι
Χαμομήλι είναι η κοινή ονομασία για πολλά ποώδη φυτά που ανήκουν στην οικογένεια Αστεροειδή. Περιλαμβάνονται περί τα 45 είδη.
Ετυμολογία
Η ετυμολογία του είναι από το αρχαίο χαμαίμηλον, από το «χαμαί» (χάμω, κάτω στο χώμα, στη γη) και το «μῆλον» επειδή η μυρωδιά των ανθέων θυμίζει αυτήν του μήλου.[1] Το χαμομήλι ανάμεσα στα λευκά του πέταλα έχει έναν κίτρινο λοφίσκο. Στη θέση αυτή η μικρή μαργαρίτα που πολύ μοιάζει με το χαμομήλι, δεν έχει κίτρινο λοφίσκο αλλά ένα κίτρινο αλωνάκι. Η μικρή αυτή μαργαρίτα που δεν έχει το άρωμα του χαμαίληλου, ονομάζεται προβατολούλουδο.
Chamomile
Chamomile is the common name for many herbaceous plants belonging to the Asteraceae family. About 45 species are included.
Etymology
Its etymology is from the ancient chamaimelon, from “hamai” (hamo, down in the soil, on the earth) and “mῆlon” because the smell of the flowers reminds that of an apple.[1] Chamomile has a yellow hill among its white petals. In this place the small daisy that looks a lot like the chamomile, does not have a yellow hill but a yellow threshing floor. This small daisy that does not have the scent of chamomile is called sheep’s flower.
Είδη
Τα είδη που χρησιμοποιούνται πιο συχνά είναι τα εξής:
- Ματρικάρια η περιτμημένη (Matricaria recutita) γνωστό επίσης ως Ματρικάρια το χαμαίμηλον ή Χαμαίμηλον το κοινόν (Matricaria chamomilla),[] χαμομήλι, χαμόμηλο, μουγιόχορτο (στην Κύπρο), γερμανικό χαμομήλι] ή άγριο χαμομήλι. Είναι το πιο δημοφιλές είδος.
- Chamaemelum nobile, ρωμαϊκό, αγγλικό ή χαμομήλι του κήπου[(η παραλλαγή C. nobile ‘Treneague’ χρησιμοποιείται για την δημιουργία χλοοταπήτων του είδους).
Τσάι από χύμα άνθη χαμομηλιού.
Τα δύο παραπάνω είδη είναι πολύ δημοφιλή για την παρασκευή ροφήματος. Πολλά φυτά που δεν χρησιμοποιούνται τόσο για αυτόν τον σκοπό μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τα παραπάνω. Οι συγγενείς και σωσίες αυτοί είναι:
- Anthemis arvensis, άγρια μαργαρίτα ή χαμομήλι του βουνού.
- Anthemis cotula, Ανθέμιδα η κοτύλη ή η αρουραία, δυσώδες χαμομήλι ή σκυλοχαμόμηλο.
- Cladanthus mixtus, μαροκινό χαμομήλι.
- Cota tinctoria, Ανθεμίδα η βαφική. Παραδοσιακά με τον βρασμό της παραγόταν χρωστική κίτρινου χρώματος.
- Eriocephalus punctulatus, χαμομήλι του Κέιπ.
- Matricaria discoidea, Ματρικάρια η δισκοειδής ή Χαμομήλι το αστεφάνωτο (αποκαλούμενο έτσι επειδή το άνθος του δεν έχει πέταλα).
- Tripleurospermum inodorum, μαργαρίτα, άοσμο χαμομήλι.
Μορφολογία
Στο κοινό χαμομήλι, τα άνθη κατανέμονται σε ταξιανθίες-κεφάλια που μοιάζουν ιδιαίτερα με αυτές της μαργαρίτας. Το όνομα του σημαίνει μήλο που είναι κάτω στο έδαφος (χάμω – μήλο). Είναι φυτό ποώδες και ζει ένα χρόνο (μονοετές). Αρωματικό και φαρμακευτικό. Έχει λείο βλαστό και είναι πολύκλαδο.
Ιδιότητες
Το χαμομήλι έχει ηρεμιστικές, τονωτικές αλλά και αντισηπτικές και εντομοκτόνες ιδιότητες. Δρα επίσης κατά των αερίων των εντέρων. Με απόσταξη των ανθέων λαμβάνεται πολύτιμο αιθέριο έλαιο οι ιδιότητες του οποίου μοιάζουν με εκείνες του αιθέριου ελαίου της Ανθεμίδος της ευγενούς (Anthemis nobilis), ιθαγενούς φυτού της Καλιφόρνιας όπου και καλλιεργείται ως διακοσμητικό.
Χρήσεις
Από τα άνθη του χαμομηλιού κατασκευάζεται τo ομώνυμο αφέψημα (τσάι).Επίσης, εκχυλίσματα χαμομηλιού χρησιμοποιούνται σε διάφορα καλλυντικά ή σαμπουάν.
Τσάι Βουνού
Το φυτό τσάι του βουνού (γένος Sideritis – Σιδηρίτις) τα τσάγια του βουνού xρησιμοποιείται ευρύτατα στις μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ως αφέψημα (τσάι).
Το γένος Σιδηρίτις
Το γένος περιλαμβάνει 150 περίπου είδη, που φύονται στις παραμεσόγειες χώρες, τις Καναρίους νήσους και τη Βόρειο Ασία. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες, αποξυλωμένες ενίοτε στη βάση, χνουδωτές. Έχουν άνθη κίτρινα ή λευκά, μικρά, κατά σπονδύλους απομακρυσμένους ή πλησίον αλλήλους χωρίς βράκτια. Ανήκουν στα Χειλανθή. Στη Μεσόγειο το ρόφημα των φυτών αυτών είναι πολύ δημοφιλές και διαδεδομένο.
Mountain Tea
The mountain tea plant (genus Sideritis) mountain tea is widely used in Mediterranean countries, including Greece, as a decoction (tea).
The genus Sideritis
The genus includes about 150 species, which grow in the Mediterranean countries, the Canary Islands and Northern Asia. These are annual or perennial plants, sometimes dewooded at the base, fluffy. They have yellow or white flowers, small, distant from the spines or close to each other without bracts. They belong to Heilanthi. In the Mediterranean the drink of these plants is very popular and widespread.
Στην Ισπανία
Χρησιμοποιούνται επίσης διάφορα αυτοφυή είδη στη λαϊκή θεραπευτική, κυρίως για μακροχρόνια θεραπεία φλεγμονωδών καταστάσεων.
Στην Ελλάδα
Αυτοφύονται περίπου 17 είδη, τα γνωστότερα είναι :
- τσάι βλάχικο (και στο Άγιο Όρος μπεττόνικα) (Sideritis perfoliata subsp. athoa – Σιδηρίτιδα η διάτρητος υποείδ. η αθωνική)
- τσάι του Μαλεβού ή τσάι του Ταϋγέτου (Sideritis clandestina – Σιδηρίτιδα η λαθραία)
- μαλοτήρας ή καλοκοιμηθιά ειναι το τσάι της Κρήτης (Sideritis syriaca – Σιδηρίτιδα η συριακή)
- τσάι της Εύβοιας ή τσάι απ’ το Δέλφι (Sideritis euboea – Σιδηρίτιδα η ευβοϊκή)
- τσάι του Ολύμπου (Sideritis scardica – Σιδηρίτιδα η σκαρδική)
- τσάι του Παρνασσού ή τσάι του Βελουχιού (Sideritis raeseri – Σιδηρίτιδα του Ράσερ)
- Τσάι της Πάρνηθας ή Σιδηρίτις της Αττικής (Sideritis raeseri subsp. attica)[1]
- Sideritis romana subsp. purpurea – Σιδηρίτιδα η ρωμαία υποείδ. η πορφυρά
- Sideritis lanata – Σιδηρίτιδα η εριώδης
Όλα τα τσάγια του βουνού κινδυνεύουν να εξαφανιστούν λόγω της υπερκατανάλωσης.